Κυρία Λαπατά, Η επιστροφή είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα που αναφέρεται με εντυπωσιακές λεπτομέρειες στην Αθήνα του 1800 – η διαδρομή από τον Πειραιά έως το κέντρο της Αθήνας, οι συνοικίες, οι δρόμοι, τα πανδοχεία και τα μικρομάγαζα, τα σπίτια, τα ζώα στις αυλές, τα ονόματα και τα τοπωνύμια, τα πάντα. Πόσον καιρό σάς πήρε να ολοκληρώσετε την ιστορική έρευνα και πόσο δύσκολη ήταν;
Χρειάστηκε να κάνω μια μεγάλη, εκτενή και εξαντλητική διετή έρευνα, για να γράψω αυτό το μυθιστόρημα. Δεν χρειαζόμουν μόνο την ιστορία της Αθήνας, την οποία μπορεί να μελετήσει κανείς στη βιβλιογραφία που έχει γραφτεί για την πόλη και την οποία παραθέτω στο τέλος του μυθιστορήματος, εγώ χρειαζόμουν προπαντός το πολιτιστικό και πολιτισμικό στοιχείο της Αθήνας και της Ελλάδας γενικότερα, για να μπορέσω να καταγράψω την «ταυτότητα» της πόλης μέσα από την καθημερινή ζωή των κατοίκων της. Ανέτρεξα σε κρατικά αρχεία, σε εφημερίδες της εποχής, αλλά και σε παλαιά συμβολαιογραφικά αρχεία, όπου μέσα από συμβόλαια αγοραπωλησιών, προικοσυμφώνων και κληροδοτημάτων μπόρεσα να πάρω τα στοιχεία που χρειαζόμουν για να ανασυνθέσω την «τοιχογραφία» εκείνης της εποχής. Πιστέψτε με, ήταν ένα συγκλονιστικό ταξίδι πίσω στις… ρίζες μου.
Τι σας εξέπληξε περισσότερο στη διάρκεια της έρευνάς σας; Υπήρξε ίσως κάποιο στοιχείο που δεν θα είχατε φανταστεί ποτέ, το οποίο να βρήκε τελικά τη θέση του στο έργο σας;
Γράφω ιστορικά μυθιστορήματα τα οποία χρειάζονται λεπτομερέστατη έρευνα. Έχω συνηθίσει πια να μη με εκπλήσσει τίποτα από το παρελθόν. Αυτή τη φορά όμως υπήρξε ένα στοιχείο, που δεν μπορώ να πω πως με εξέπληξε, μάλλον το περίμενα, αλλά που μου έδωσε τροφή για περαιτέρω σκέψη. Εκείνο που βρήκα να επαναλαμβάνεται εσαεί είναι η παθογένεια του Έλληνα ότι πάντα οι άλλοι φταίνε –οι ξένοι, ο γείτονας, η Πολιτεία, ο… μανάβης κ.ο.κ.– για τα παθήματά του και ποτέ ο ίδιος, καθώς και η λατρεία του στα σενάρια συνωμοσίας. Καμία ανάληψη ευθύνης από μέρους του. Καμία αυτογνωσία!
Το ιστορικό μυθιστόρημα είναι ένα είδος πολύ απαιτητικό και όσον αφορά τη γλώσσα. Εσείς εδώ, αλλά και στα προηγούμενα βιβλία σας, αποδίδετε πολύ πειστικά ντοπιολαλιές διάφορων περιοχών της χώρας. Πώς τα καταφέρνετε;
Είναι συνήθως προϊόν έρευνας ιστορικής και αυτό. Μελέτης σε βάθος. Για την Επιστροφή, συγκεκριμένα, μπαίνοντας σε παλαιά συμβολαιογραφικά αρχεία, ιδιαίτερα αυτά του Ελαιώνα της Αθήνας, ανακάλυψα πως παρουσίαζαν μεγάλο γλωσσικό ενδιαφέρον γιατί ήταν γραμμένα σε ένα ιδίωμα της εποχής το οποίο περιείχε πολλές λέξεις αρβανίτικες – γλωσσικό ιδίωμα της Αττικής το οποίο εκείνον τον καιρό μιλούσαν οι Έλληνες αγωνιστές με τα παλικάρια τους, τα οποία ήταν Αρβανίτες. Γενικά, όμως, προσπαθώ πάντα να δώσω στους αναγνώστες μου το γλωσσικό στίγμα της κάθε εποχής, δίχως να τους κουράσω ή να χρειάζονται λεξικό για να καταλάβουν το κείμενο.
Ποιες ήταν οι συνθήκες στην Αθήνα του 1800 για μια δυναμική γυναίκα σαν την Κοραλία Τζάβαλου, αλλά και για όλες τις γυναίκες;
Η γυναίκα εκείνης της εποχής ήταν υποτιμημένη και υποβαθμισμένη. Δεν επιτρεπόταν να κυκλοφορεί μόνη της στον δρόμο, ούτε ξεσκέπαστη. Το μαντίλι, η λεγόμενη μπόλια στο γλωσσικό ιδίωμα της εποχής, ήταν ο ελληνοπρεπέστατος φερετζές της! Δεν συμμετείχε στα κοινά, δεν μπορούσε ούτε η ίδια, αλλά ούτε και τα παιδιά της, να κληρονομήσει την περιουσία του συζύγου της όταν έμενε χήρα, έπρεπε πάντα να υπάρχει κάποιος άντρας της οικογένειας ως κηδεμόνας δικός της και των παιδιών της, μέχρι αυτά να ενηλικιωθούν. Και, βέβαια, ήταν αποκλεισμένη από οποιαδήποτε συμβολαιογραφική πράξη. Δεν είχε κανένα νομικό δικαίωμα, δηλαδή. Η λοκαντιέρα Κοραλία Τζάβαλου του μυθιστορήματός μου, όμως, ήταν μια από τις λιγοστές εξαιρέσεις του κανόνα. Κατ’ αρχάς, ήταν υπαρκτό πρόσωπο στην Αθήνα των μετεπαναστατικών χρόνων, με άλλο όνομα βέβαια. Έζησε εκατό χρόνια και αναστάτωσε την πόλη με τη συμπεριφορά της. Ήταν μια γυναίκα Ελληνίδα πολύ μπροστά από την εποχή που έζησε. Και δεν ήταν η μοναδική εκείνη την εποχή. Ανακάλυψα πως υπήρχαν και άλλες τρεις Αθηναίες αντικαθεστωτικές, οι οποίες είχαν λόγο –περιορισμένο, βέβαια– ακόμα και σε πολιτικές συγκεντρώσεις και είχαν λάβει μέρος και στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, όπου οι Αθηναίοι απαίτησαν Σύνταγμα από τον βασιλιά Όθωνα.
Νιώθετε πιο κοντά σε κάποιον από τους χαρακτήρες του μυθιστορήματός σας;
Νιώθω κοντά στην Κοραλία Τζάβαλου, όπως θα καταλάβατε ήδη. Στο μυθιστόρημά μου υπάρχει μια αλληγορία. Οι δυο βασικοί γυναικείοι χαρακτήρες, αυτός της Λέγκως Βαρβαρέσου και αυτός της Κοραλίας Τζάβαλου, συμβολίζουν τα δυο πρόσωπα της Ελλάδας. Τις δυο πλευρές της. Η Λέγκω Βαρβαρέσου συμβολίζει τη σκοτεινή πλευρά της Ελλάδας, τη βασανισμένη, αυτή που έχει τη νοοτροπία του θύματος. Αντίθετα, η Κοραλία Τζάβαλου συμβολίζει τη φωτεινή πλευρά της πατρίδας μας. Αυτή που έχει περάσει τα μύρια όσα, αλλά δεν το βάζει κάτω ποτέ, αυτή που δέχεται τις ήττες της με το κεφάλι ψηλά. Τάσσομαι στο πλευρό της δεύτερης. Με εκφράζει απόλυτα.
Ο αναγνώστης μπαίνει στην ατμόσφαιρα της Αθήνας μιας άλλης εποχής, μιας Αθήνας που φαντάζει εξαιρετικά οικεία αλλά κι εξίσου άγνωστη. Τι θα θέλατε να συγκρατήσει κυρίως για το τότε και ποια σύνδεση θα του προτείνατε με το σήμερα;
Κατ’ αρχάς, θα ήθελα ο αναγνώστης να συγκρατήσει το πολιτισμικό στοιχείο της πόλης, όπως το περιγράφω, γιατί το καταγράφω και το αναβιώνω λεπτομερώς μέσα από την καθημερινή ζωή των κατοίκων της Αθήνας, βάσει μελέτης αρχείων. Και δεύτερον, εκείνο που θα πρότεινα στον αναγνώστη είναι να «διαλογιστεί» πάνω στο γεγονός πως όποιος δεν γνωρίζει το παρελθόν του δεν μπορεί να έχει παρόν, αλλά και ούτε να προγραμματίσει σωστά το μέλλον του, γιατί πολύ πιθανό να πέσει στα ίδια λάθη.
Το βιβλίο κυκλοφορεί εδώ και ενάμιση χρόνο. Ποια είναι η υποδοχή του από το αναγνωστικό κοινό;
Οι κριτικές ήταν θετικότατες και το αναγνωστικό κοινό το λάτρεψε. Η πορεία του είναι ανοδική και ήδη θεωρείται πλέον long seller. Βλέπετε, ενώ για τους Έλληνες της Μικράς Ασίας και της Κωνσταντινούπολης έχουν γραφτεί, και συνεχίζουν να γράφονται και να εκδίδονται, αμέτρητα μυθιστορήματα, για τα τελευταία διακόσια χρόνια της ιστορίας της Αθήνας μας υπάρχουν ελάχιστα. Νομίζω ότι αυτό το εκτίμησε δεόντως το αναγνωστικό κοινό.
Σήμερα στη χώρα μας καταφθάνουν δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες πασχίζοντας να ξεφύγουν από τον θάνατο. Θα σταματήσει, άραγε, ποτέ η μανία του ανθρώπου να εξοντώσει τον συνάνθρωπο;
Δεν το νομίζω, δυστυχώς. Η μανία αυτή, όπως πολύ σωστά την αποκαλείτε, έχει πια περάσει στο DNA του ανθρώπου. Πάντα θα υπάρχουν διώκτες και καταδιωκόμενοι. Δεν μπορούμε να το ελέγξουμε αυτό. Δεν έχουμε έλεγχο πάνω στη ζωή και τα τραγικά γεγονότα που συμβαίνουν παγκοσμίως, πολλές φορές ακόμα και μέσα στο σπίτι μας! Εκείνο όμως που μπορούμε να ελέγξουμε είναι ο τρόπος με τον οποίο θα αντιμετωπίσει ο καθένας μας αυτά που του συμβαίνουν, του προσφυγικού προβλήματος συμπεριλαμβανομένου.
Δηλαδή, τι σκέφτεστε για το προσφυγικό/μεταναστευτικό ζήτημα;
Η μετανάστευση ως αξία δεν αμφισβητείται. Ολόκληρη η γη μας διαμορφώθηκε από την εξάπλωση μεταναστευτικών ρευμάτων. Για το υπέρογκο όμως πρόβλημα του προσφυγικού ζητήματος, πιστεύω πως ήταν και είναι θέμα… αριθμητικής. Άλλο είναι ως χώρα να φιλοξενούμε χίλιους πρόσφυγες, άλλο δέκα χιλιάδες και άλλο ένα εκατομμύριο, τη στιγμή κατά την οποία ούτε οργάνωση υπάρχει από το Κράτος, ούτε σωστή υποδομή για να φιλοξενήσει τις ορδές των προσφύγων – εκ των οποίων, μην ξεχνάμε, οι περισσότεροι είναι οικονομικοί μετανάστες! Μόνο λαϊκισμός υπάρχει. Περισσεύει, εξάλλου, στην πατρίδα μας. Λοιπόν, ο λαϊκισμός δεν είναι αρκετός, ας το πάρουν απόφαση οι λάτρεις του. Δεν έφερε ποτέ καμιά πρόοδο ούτε έλυσε προβλήματα. Σε κανένα κράτος παγκοσμίως. Αντιθέτως, πρόσθεσε. Με τον λαϊκισμό δεν χόρτασε ποτέ κανένας. Ξεκαθάρισμα με τις μειονότητες των προσφύγων/μεταναστών σε κοινή πολιτική με την Ευρώπη –η Ιταλία το έχει ήδη εφαρμόσει εδώ και καιρό– και υπεύθυνη αντιμετώπιση του προβλήματος στην πατρίδα μας από φωτισμένους πολιτικούς, είναι το «φάρμακο» σήμερα και πάντα, κατά τη γνώμη μου.
Υπάρχει κάτι που σας δίνει ελπίδα στη σημερινή Ελλάδα της κρίσης;
Για να υπάρξει ελπίδα αναγέννησης της Ελλάδας από τις στάχτες της, γιατί δυστυχώς σε αυτό το αισχρό σημείο βρισκόμαστε σήμερα, πρέπει πρώτα να αλλάξει ο Έλληνας νοοτροπία, πράγμα για το οποίο πολύ αμφιβάλλω. Κατά τη γνώμη μου, από εμάς τους ίδιους ξεκινούν όλα. Χρειάζεται θάρρος και αυτογνωσία για ν’ αλλάξει κανείς συμπεριφορές που δεν είναι υγιείς. Λένε πως η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Πολλές φορές εγώ τη χάνω τη δική μου και απογοητεύομαι, κάποιες άλλες την ξαναβρίσκω – προπαντός όταν, σπάνια πια, συναντώ κάποιους ανθρώπους οι οποίοι με το ήθος, τη δύναμη χαρακτήρα και τις καλές τους προθέσεις και τις ενέργειές τους κάνουν τη διαφορά.
Έχετε επισκεφθεί άλλη φορά τη Λέσβο;
Είναι η πρώτη φορά που έρχομαι στη Λέσβο. Όπως όλα τα ελληνικά νησιά, θα πρέπει να είναι μαγευτική. Θα ήθελα να είχα περισσότερο χρόνο για να τη γυρίσω ολόκληρη, αλλά επιφυλάσσομαι…
Η επιστροφή ως ιστορικό μυθιστόρημα διαβάζεται αυτοτελώς, ωστόσο αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τριλογίας με τίτλο «Οι κόρες της Ελλάδας». Πότε να περιμένουμε το δεύτερο μέρος;
Αυτή την εποχή βρίσκομαι σε περίοδο συγγραφής του επόμενου μυθιστορήματος της σειράς. Δεν μπορώ με σιγουριά να προγραμματίσω πότε θα το τελειώσω, γιατί και αυτό εμπεριέχει μεγάλη ιστορική έρευνα και μελέτη.
Καλή συνέχεια, λοιπόν! Σας ευχαριστούμε θερμά!
Και εγώ σας ευχαριστώ για τις πρωτότυπες ερωτήσεις σας.
Η Φιλομήλα Λαπατά γεννήθηκε στην Αθήνα και είναι ο καρπός μιας Μακεδόνισσας κι ενός πολίτη του κόσμου. Σπούδασε δημόσιες σχέσεις κι εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα. Παραμένει όμως μόνιμη μαθήτρια της ζωής. Η πολυπλοκότητα των διαπροσωπικών σχέσεων την απασχολεί από πολύ παλιά και αυτός της ο προβληματισμός αποτυπώνεται στα βιβλία της. Η επιστροφή είναι το έβδομο μυθιστόρημά της. Καθώς αγαπά την ποικιλία, ζει μεταξύ δύο κόσμων: της Ελλάδας και της Ιταλίας.