«Εικόνες της μεγάλης σου αγάπης» του Βόλφγκανγκ Χέρντορφ, από τις Εκδόσεις Κριτική
(Μετάφραση – Επίμετρο: Απόστολος Στραγαλινός, Πρώτη έκδοση: Μάρτιος 2017)
Στις σελίδες ενός προηγούμενου βιβλίου του συγγραφέα Βόλφγκανγκ Χέρντορφ, Βερολίνο, γεια, η Ίζα, ένα παράξενο αγοροκόριτσο, σ’ έναν χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων βλέπει δύο αδέξια αγόρια, τον Ρώσο Τσικ και τον ξανθόψειρα Μάικ –έτσι τους αποκαλεί– να προσπαθούν με ένα λάστιχο να κλέψουν για το γαλάζιο Lada τους βενζίνη από ένα παρκαρισμένο Golf. Άσχετοι όπως είναι και οι δύο, ξετρυπώνει από την κρυψώνα της για να τους βοηθήσει, αφήνοντάς τους κατάπληκτους. Ο Τσικ και ο Μάικ, έχοντας κλέψει το Lada που οδηγούν και έχοντας ουσιαστικά δραπετεύσει από τις προηγούμενες ζωές τους, δεν θέλουν την Ίζα μαζί τους. Δεν θέλουν να μοιραστούν τα μυστικά τους – και ιδίως μ’ ένα κορίτσι! Κλειδαμπαρώνονται στο Lada και περνούν τη νύχτα τους εκεί. Η Ίζα διανυκτερεύει πίσω από μια προστατευτική μπάρα κοιτώντας τον ουρανό και αναγνωρίζοντας αστέρια και αστερισμούς. Τα ήξερε όλα! Τελικά, την επομένη το πρωί φεύγει μαζί τους, σε ένα οδοιπορικό όπου κι οι τρεις μαζί θα διανύσουν την απόσταση που χωρίζει την παιδικότητα από την εφηβεία. Θα συναντήσουν την ελευθερία και την ενηλικίωση, γοητεύοντας και συγκινώντας κάθε αναγνώστη.
Το Βερολίνο, γεια έγινε και ταινία με τον τίτλο Βερολίνο, αντίο σε σκηνοθεσία Φατίχ Ακίν, γοητεύοντας και κατακτώντας και το κινηματογραφικό κοινό.
Τώρα, αυτό το νεαρό ατίθασο αγοροκόριτσο, η δεκατριάχρονη Ίζα, που έμαθε να γράφει και να διαβάζει μόνη και που είναι ασαφές από πού έχει δραπετεύσει, από το σπίτι της ή από κάποιο ίδρυμα, στο βιβλίο αυτό του Βόλφγκανγκ Χέρντορφ, Εικόνες της μεγάλης σου αγάπης, είναι πλέον μόνη. Πρωταγωνίστρια! Συνεχίζοντας το δικό της οδοιπορικό.
Ο συγγραφέας χτίζει την εικόνα της μέσα από σκέψεις και εκφράσεις που δηλώνουν την ορμητικότητα της εφηβείας, αλλά και την αδιαφορία για το τι σκέφτονται οι άλλοι. Γοητευτική, τολμηρή, με ιδιαίτερες γνώσεις, μέσα από καταπληκτικούς, ευφυείς διαλόγους αντιμετωπίζει όλους αυτούς τους περιθωριακούς τύπους που συναντά στον δρόμο της. Ένα ελεύθερο, ασυμβίβαστο μυαλό με λογική, γνώσεις και απαντήσεις μιας άλλης, πιο εξελιγμένης νοημοσύνης και ηλικίας, διαφοροποιεί τους καθημερινούς διαλόγους εξηγώντας και στον αναγνώστη το ασυμβίβαστο της προσωπικότητάς της. Έτσι τη θέλει ο συγγραφέας. Να του μοιάζει!
Κατά την περιπλάνησή της κάνει διαρρήξεις σε μαγαζιά και αρπάζει τρόφιμα. Σοκολάτες, πατατάκια, βάζα με νουτέλα –είναι ακόμη παιδί–, ενώ υπόσχεται νοερά όταν γίνει πλούσια να πάει να τους τα ξεπληρώσει. Ό,τι δεν χρειάζεται το πετά στη λίμνη. Η Ίζα, ένα παιδί που λήστευε. Ό,τι ήθελε το έπαιρνε μόνη της. Ακόμα και την παρθενία της. Ήξερε να διαφεύγει. Δεν μπορούσε να την πιάσει κανείς. Έτρεχε σαν τον άνεμο και, όταν ήθελε να ξεφύγει από την αστυνομία, έτρεχε αντίθετα από το ρεύμα των αυτοκινήτων. Ανάμεσά τους. Τώρα, περπατά ξυπόλυτη. Ένα οδοιπορικό – προς τα πού; Γύρω ένα τοπίο σκληρό, άγονο, εχθρικό, αφιλόξενο, γεμάτο λάσπες και θολά νερά, γεμάτο φραγμούς, ανάμεσα σε σίδερα, κάγκελα, κούτσουρα, ξερά καλάμια, ομίχλη – δρόμοι στενοί, εικόνα βιομηχανικής περιοχής. Βαδίζει σ’ έναν έρημο, εγκαταλελειμμένο, ετοιμοθάνατο κόσμο που δεν έχει την ομορφιά της ζωής. Της άνθισης. Της ελπίδας. Σαν λίγο πιο κάτω στην πορεία της να συναντήσει μια επιγραφή με τη λέξη ΤΕΛΟΣ.
Και η Ίζα δεν χωρά μέσα στον κόσμο αυτό. Στο μυαλό της η φυγή και το βλέμμα της εκεί ψηλά, στο χάος τ’ ουρανού! Ίσως εκεί να σχεδιάζει ένα επόμενο οδοιπορικό. Δικό της, άραγε;
Η γραφή του Βόλφγκανγκ Χέρντορφ κινείται στην αποτύπωση δύο διαφορετικών τρόπων, αυτή των διαλόγων και αυτή της αφήγησης, κάνοντας το κείμενο ανάγλυφο. Οι διάλογοι έξυπνοι, με κρυμμένα νοήματα δημιουργούν ασάφειες σαν ο συγγραφέας να βάζει γρίφους και να παίζει ιντριγκάροντας την ευφυΐα του αναγνώστη. Μικρές κοφτές προτάσεις δημιουργούν ένα λαχάνιασμα, μια γραφή χωρίς ανάσα, σαν να θέλει να προλάβει να εκφραστεί. Ποιος απ’ όλους; Η Ίζα; Τι ασκεί πίεση; Η έλλειψη αντοχής; Ή ο χρόνος που απομένει; Κατά την αφήγηση, μεμονωμένες ασύνδετες στιγμές παρουσιάζονται σαν κομμάτια σπασμένου καθρέφτη ή εικόνες μιας γκρίζας ταινίας. Η αφήγηση παρουσιάζεται στεγνή, χωρίς καλαισθητικά στοιχεία και χωρίς συναισθήματα. Το μόνο που υπάρχει είναι: φραγμοί άκαμπτοι, απροσπέλαστοι και η επιθυμία για περιπλάνηση, εγκατάλειψη. Φυγή.
Ωστόσο, αν και η γραφή βρίθει από εικόνες ενός άνυδρου, εγκαταλελειμμένου κόσμου, υπάρχουν και εικόνες ομορφιάς, ιδιαίτερα αυτές που προεκτείνονται στο χάος του έναστρου ορίζοντα.
Δίπλα στην Ίζα, άνθρωποι παράταιροι, αλκοολικοί, μοναχικοί, περιδιαβαίνουν στους δρόμους. Παιδιά με χαμένο προσανατολισμό, που καμιά πυξίδα ή εξάντας δεν μπορεί να τα βοηθήσει κι οι συναντήσεις τους τυχαίες, χωρίς ρίζωμα στη ζωή του άλλου. Ένας ληστής, ένα κωφάλαλο παιδί με τα χείλη του άηχα μιλά. Ήρωες, στιγματισμένοι και περιθωριακοί, «παιδιά ενός κατώτερου θεού» βιώνουν το αίσθημα του παράταιρου και της φυγής. Κουβαλούν μια βαριά κληρονομιά. Τι φταίει άραγε, ο περιορισμένος χρόνος της συνάντησής τους ή η τάση για φυγή; Ακόμα και τα ζευγάρια, παράταιρα και αυτά, με τον έρωτα ανάμεσά τους να μοιάζει σαν επικείμενη απειλή.
Από το κεφάλαιο 17 και μετά το κείμενο «μυρίζει» εγκατάλειψη, μέταλλο, θάνατο. Η απειλή του θανάτου κάθε στιγμή. Άλλοτε σαν αναφορά προς άλλους και άλλοτε σαν σχεδιασμός. Η σκέψη για αυτοκτονία εκφράζεται πλέον απροκάλυπτα. Γίνεται μια αναδρομή σε παιδικά χρόνια. Ποιου είναι αυτά τα παιδικά χρόνια; Είναι και αυτό μια φυγή; Από το σημείο αυτό του βιβλίου και μετά, οι ρόλοι έχουν αλλάξει. Λύπη διακατέχει τον αναγνώστη. Ξέρει! Βλέπει τον συγγραφέα που τόσο έξυπνα κρύβεται πίσω από την Ίζα.
Ωστόσο, οι διάλογοι εξακολουθούν να παραμένουν ένας γρίφος για τον αναγνώστη κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του. Ταυτόχρονα, ο πόνος του βαθαίνει. Αναγνωρίζει τον συγγραφέα πίσω από κάθε λέξη της Ίζα. Και κάπου λέει: «Ο δρόμος είναι μακρύς και μοναχικός. Καλύτερα να γυρίσεις πίσω». «Α, κατάλαβα. Έχεις επίσκεψη στη Γη;» «Πείτε το κι έτσι. Όπως όλοι μας», περιγράφοντας το εφήμερο της παρουσίας του ανθρώπου, αλλά και το αναπόφευκτο του θανάτου.
Ο θάνατος, μια μοιραία αναπόφευκτη κατάληξη.
«Ο φόνος παραγράφεται;» ρωτά η Ίζα τον συγγραφέα, που έπεισε για λίγα χρήματα να κουρέψει το γκαζόν του. «Ο φόνος δεν είναι νομικός όρος, άρα δεν μπορεί να παραγραφεί». «Και η ανθρωποκτονία;» «Ύστερα από είκοσι χρόνια», της απαντά. Μια στιχομυθία όπου ο αναγνώστης αρχίζει πλέον να βεβαιώνεται όχι μόνο για το τρίτο σκέλος της ερώτησης, αλλά να βεβαιώνεται πως πλέον το όπλο, ο φόνος, η αυτοχειρία είναι μέσα στο μυαλό του. Τον έχει σχεδιάσει με πολλούς τρόπους στις σελίδες του και τον έχει βιώσει νοερά βλέποντας την κίνηση/πορεία της σφαίρας προς τον στόχο της. Το έχει περιγράψει δυστυχώς, τέλεια! Ήταν προσχεδιασμένο.
Ο Βόλφγκανγκ Χέρντορφ κάνει αποτίμηση και της συγγραφικής του ποιότητας προσδίδοντας επιπλέον ενδιαφέρον στην ανάγνωση, αφού ο αναγνώστης βρίσκεται να συνομιλεί ξεκάθαρα πλέον μαζί του· μαζί του, λίγο πριν στοχεύσει. Του μιλά για τον πόνο, την αδικία, τους παράλληλους κόσμους σε σχέση με την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, εκφράζοντας μέσα από την υπόθεση του βιβλίου τη δική του πορεία ζωής και θανάτου. Την περιπέτεια της δικής του φυγής. Αυτοκτονία, μια ξεκάθαρη φυγή. Όχι φυσιολογική, αλλά μια φυγή βιαστική από το παράθυρο. Επιβεβλημένη. Με σχεδιασμό. Χάπια, αίμα, όπλα, άστρα. Όλα μαζί στο μυαλό του κομμάτια ενός παζλ και ενός γεγονότος. Κι όταν έρχεται η νύχτα, γαληνεύει μαζί της κοιτώντας τ’ άστρα.
Μια συνεχής σκηνοθεσία αυτοκτονίας με πολλές πρόβες και αναφορές προς το τέλος του βιβλίου –στο 33ο κεφάλαιο– εκεί στην άκρη του γκρεμού, σαν να βρίσκεται μέσα σε ομίχλη και σύννεφα. Όλα όμως τα έχει ξαναδεί κι έχει ξαναβρεθεί εκεί. Βλέπει τα αυτοκίνητα στους δρόμους και οι αναμνήσεις μπλέκουν με το τώρα, βάζοντας τα παιδικά του αυτοκινητάκια σε αυτούς, ταυτόχρονα κρατάει το πιστόλι, ανοίγει το στόμα και στοχεύει. Σκηνοθετεί και δοκιμάζει, ζει το ΤΕΛΟΣ.
«Η Ίζα δεν ολοκληρώθηκε ποτέ!»
Η μετάφραση του Απόστολου Στραγαλινού έχει δύο στοιχεία που την κάνουν τόσο ξεχωριστή. Την εξαιρετική γνώση της γλώσσας, που του επιτρέπει να αποτυπώνει ασυνήθιστες περιγραφές και σπάνιες λέξεις, έτσι όπως ακριβώς τις σκέφτηκε ο συγγραφέας και, με τον τρόπο αυτό, λειτουργώντας καταλυτικά –χωρίς ν’ αφήνει τα δικά του μεταφραστικά ίχνη– υποχωρεί, επιτρέποντας να συνομιλούν μεταξύ τους συγγραφέας και αναγνώστης. Καταφέρνει, επίσης, να βγάλει στην επιφάνεια αυτόν τον ύπουλο, βουβό πόνο που υπάρχει κάτω από τις αράδες και να διαποτίσει τον αναγνώστη με όλα αυτά που πονούν τον συγγραφέα, ελευθερώνοντας έτσι όλη τη γοητεία και ουσία του βιβλίου. Εν ολίγοις, εξαιρετικός! Και η μετάφραση είναι τέχνη!