Ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (1821-1881), ευρισκόμενος στα όρια της οικονομικής καταστροφής λόγω του τζόγου, αναγκάζεται να γράψει και να παραδώσει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ένα καινούργιο μυθιστόρημα στον εκδότη του, κι έτσι γεννιέται Ο Παίκτης (1866).
Έργο αυτοβιογραφικό, γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο με αφηγητή τον Αλεξέι Ιβάνοβιτς, που ακολουθεί την οικογένεια ενός απόστρατου Ρώσου στρατηγού ως «ουτσίτελ», δάσκαλος των παιδιών του, στη φανταστική λουτρόπολη Ρουλέτενμπουργκ της Γερμανίας, και είναι ερωτευμένος με την Πολίνα, προγονή του στρατηγού. Τον κύκλο του στρατηγού συμπληρώνει η δεσποινίς Μπλανς, Γαλλίδα που τον έχει ξετρελάνει και αποβλέπει σε γάμο μαζί του, και ο κόμης Ντε Γκριέ, που έχει δανείσει ένα τεράστιο ποσό στον στρατηγό υποχρεώνοντάς τον να υποθηκεύσει όλη την περιουσία του. Μόνη σωτηρία για τον στρατηγό η κληρονομιά που θα του αφήσει η βαριά άρρωστη θεία του, Αντωνίνα Βασίλιεβνα, τον θάνατο της οποίας περιμένει να πληροφορηθεί στέλνοντας απανωτά τηλεγραφήματα στη Ρωσία. Μόνο που εκείνη όχι μόνο δεν λέει να πεθάνει, αλλά αποφασίζει να τους επισκεφθεί στο Ρουλέτενμπουργκ…
Βασισμένοι σε αυτή τη στέρεη υπόθεση, οι Σοφία Καραγιάννη, Ιωσήφ Ιωσηφίδης και Βάσια Mίχα, που υπογράφουν την προσαρμογή του κειμένου, σε μετάφραση του Μιλτιάδη Σαλβαρλή, δίνουν μια εξίσου στέρεη θεατρική μεταφορά.
Η ρουλέτα τον μαγνητίζει, οι φωνές των κρουπιέρηδων ακούγονται υπνωτιστικές στ’ αυτιά του, όλη του η ενέργεια είναι συμπυκνωμένη στο βλέμμα το καρφωμένο στη ρουλέτα, αλλά τα μάτια του είναι τυφλά.
Η είσοδος των ηθοποιών στη σκηνή γίνεται με τρόπο απρόσμενο και εντυπωσιακό, καθ’ όλα συμβολικό. Την ιστορία μάς αφηγείται, όπως και στο βιβλίο, ο Αλεξέι Ιβάνοβιτς: εξαιρετικός ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης στον ρόλο του «ουτσίτελ», του καλλιεργημένου και ευγενικής καταγωγής μα φτωχού νέου, απόλυτα πειστικός όταν εκδηλώνει την αφοσίωσή του στην αγαπημένη του, την προθυμία του να εκτελέσει κάθε της επιθυμία, όσο παράλογη, εξευτελιστική ή επικίνδυνη κι αν είναι, αλλά και το θάρρος και την επιμονή του να μάθει όλη την αλήθεια για τις προσωπικές της υποθέσεις και τις οικονομικές της υποχρεώσεις. Η μεταμόρφωσή του στο τραπέζι της ρουλέτας εντυπωσιακή: αγωνία, μέθη, προσήλωση, πάθος, ήττα και πάλι από την αρχή. Αν και εξαρχής σκόπευε να δοκιμάσει την τύχη του στον τζόγο, το αποφασίζει όταν η Πολίνα τού ζητά να παίξει για λογαριασμό της. Και ο εθισμός του έρχεται σταδιακά. Η ρουλέτα τον μαγνητίζει, οι φωνές των κρουπιέρηδων ακούγονται υπνωτιστικές στ’ αυτιά του, αποφασίζει εν θερμώ –ζερό, μαύρο, κόκκινο, μονά, ζυγά–, οι λέξεις εκτοξεύονται γρήγορα από τα χείλη του, όλη του η ενέργεια είναι συμπυκνωμένη στο βλέμμα το καρφωμένο στη ρουλέτα, αλλά τα μάτια του είναι τυφλά. Όπως τυφλώνεται και η καρδιά του, που στην αρχή ήταν δοσμένη στην Πολίνα. Όχι όμως πια.
Η Κορίνα Θεοδωρίδου ως Πολίνα αποκαλύπτει στο κοινό τον ψυχισμό μιας νέας γυναίκας που είναι εγκλωβισμένη στην κοινωνική της θέση, πιεσμένη από τις οικονομικές έγνοιες της, αντιμέτωπη με την προοπτική ενός γάμου συμφέροντος και αποφασισμένη, εξουσιομανής και η ίδια, να μην αφεθεί στην εξουσία του έρωτα. Ακόμα και τις λίγες προσωπικές στιγμές που επιτρέπει στον εαυτό της να έχει με τον Αλεξέι, τις καπελώνει μια συμπεριφορά εκ πρώτης αλλοπρόσαλλη, στην ουσία της όμως κατανοητή. Και η Θεοδωρίδου υποστηρίζει με σφρίγος τις πτυχές του χαρακτήρα αυτού. Όταν όμως δεν παίζει τον ρόλο της Πολίνας, φορά μάσκα ζώου, παίζοντας τον ρόλο της κρουπιέρισσας ή της Παριζιάνας κοκότας.
Όπως μάσκα ζώου φορούν και οι Βασιλική Διαλυνά και Αλέξανδρος Τούντας, όταν δεν παίζουν τους ρόλους τους: η Διαλυνά τη δεσποινίδα Μπλανς και τη γιαγιά Βασίλιεβνα, ο Τούντας τον στρατηγό, τον κόμη Ντε Γκριέ και τον κύριο Άσλεϊ. Οι μάσκες –προβάτου, γαϊδάρου, σκύλου και γουρουνιού– προκαλούν έκπληξη στην αρχή, κατόπιν όμως γίνονται φυσικό, αναπόσπαστο μέρος της δράσης, όχι μόνο επειδή την εξυπηρετούν (μάσκες φορούν διάφορα πρόσωπα, όπως οι κρουπιέρηδες και οι κοκότες, που δεν έχει σημασία το πρόσωπό τους μα το «παιχνίδι» τους), αλλά και ως ευθεία παραπομπή στο πρωτότυπο κείμενο του Ντοστογιέφσκι, ο οποίος αποδίδει λόγου χάρη προβατίσια χαρακτηριστικά στον Γερμανό βαρόνο Βούρμερχελμ. Χωρίς καμία πρόθεση ν’ αδικηθεί η υπόλοιπη ομάδα, θεωρώ ότι η Διαλυνά πραγματικά κλέβει την παράσταση στην εμφάνισή της ως «αναστημένη» γιαγιά, που με τον πλούτο της περνιέται για κυρίαρχος του κόσμου αλλά γνωρίζει τελικά τη συντριβή της ρουλέτας. Όσο για τον Αλέξανδρο Τούντα, μεταμορφώνεται με τόση ευκολία από Ρώσος στρατηγός σε Γάλλο κόμη και σε Άγγλο τζέντλεμαν, ώστε στιγμές στιγμές ξεχνάει κανείς ότι τους ρόλους αυτούς τους ενσαρκώνει ο ίδιος ηθοποιός.
«Δεν μπορεί λοιπόν κανείς να πλησιάσει στο τραπέζι του παιχνιδιού, χωρίς να μπει αμέσως στην ψυχή του η πρόληψη;» είναι μια από τις αρχικές φράσεις του Αλεξέι Ιβάνοβιτς στο έργο, που βέβαια περνάει πέρα από το θέμα του τζόγου εξετάζοντας το θέμα της εξουσίας, της αισχροκέρδειας και της αξιοπρέπειας. Η σκηνοθέτρια Σοφία Καραγιάννη, σε συνέχεια όλων των καλοδουλεμένων παραστάσεων που έχει υπογράψει μέχρι σήμερα, ενορχηστρώνει άλλη μια παράσταση θαυμάσια στο σύνολό της, η οποία υπηρετεί πιστά το ντοστογιεφσκικό πνεύμα, με σύγχρονη προσέγγιση και προσεγμένη αισθητική.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Σκηνοθεσία: Σοφία Καραγιάννη
Μετάφραση (από τα γαλλικά): Μιλτιάδης Σαλβαρλής
Προσαρμογή κειμένου: Σοφία Καραγιάννη, Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Βάσια Mίχα
Σκηνικά-Κοστούμια: Κωνσταντίνα Κρίγκου
Μουσική: Στάθης Δρογώσης
Επιμέλεια κίνησης: Μαργαρίτα Τρίκκα
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Βάσια Μίχα
Φωτογραφίες: Χριστίνα Φυλακτοπούλου
Trailer: Στέφανος Κοσμίδης
Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη
Παραγωγή:GAFF
Ερμηνεία (με αλφαβητική σειρά): Βασιλική Διαλυνά, Κορίνα Θεοδωρίδου, Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Αλέξανδρος Τούντας
Η παράσταση επιχορηγείται από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού.
Πρεμιέρα: Τετάρτη 3 Απριλίου
Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Τετάρτη, Πέμπτη στις 21.00 και Σάββατο, Κυριακή στις 19.00
Τιμές εισιτηρίων
Γενική είσοδος: 12€
Μειωμένο: 10€
Ατέλειες: 5€
Προπώληση εισιτηρίων: Viva.gr
Διάρκεια παράστασης: 90 λεπτά χωρίς διάλειμμα
Θέατρο 104
Ευμολπιδών 41, Γκάζι (σταθμός μετρό Κεραμεικός)
Tηλ.: 210.3455020