Σελίδες

Σάββατο 29 Αυγούστου 2020

«Δεκατρείς ώρες» του Deon Meyer: παρουσίαση της Ράνιας Μπουμπουρή στο diastixo.gr

 

Το Κέιπ Τάουν τη νύχτα απεικονίζεται στο εξώφυλλο του βραβευμένου αστυνομικού μυθιστορήματος Δεκατρείς ώρες του Νοτιοαφρικανού Ντίον Μέγερ, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα στη χώρα μας από τις Εκδόσεις Στερέωμα, σε μετάφραση της Κάλλιας Παπαδάκη. Και είναι από τις περιπτώσεις όπου το εξώφυλλο ενός βιβλίου αποδεικνύεται εξίσου εντυπωσιακό με το περιεχόμενό του.

Σύμφωνα με την υπόθεση, η νεαρή Αμερικανίδα Ρέιτσελ Άντερσον, τουρίστρια στο Κέιπ Τάουν, αγνοείται. Η καλύτερή της φίλη, μαζί με την οποία έκανε αυτό το υπερατλαντικό ταξίδι, έπεσε θύμα άγριας δολοφονίας. Η Ρέιτσελ έχει δει τους δολοφόνους και ξέρει καλά ότι είναι ο επόμενος στόχος τους. Το ξέρει και γι’ αυτό τρέχει να κρυφτεί, οι διώκτες της όμως δεν την αφήνουν στιγμή σε ησυχία. Κι από κάτι που κρυφακούει έντρομη να λένε μεταξύ τους, καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να εμπιστευτεί την αστυνομία. Αρχίζει λοιπόν να κρύβεται και από τους αστυνομικούς. Μόνο που δεν είναι όλοι διεφθαρμένοι. Και σίγουρα όχι ο ντετέκτιβ Μπένι Γκρίσελ, που δίνει τον λόγο του στον πατέρα της ότι θα τη σώσει.

Όμως ο χρόνος τρέχει και ο Μπένι Γκρίσελ, ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, είναι επιφορτισμένος με δύο υποθέσεις, εξίσου απαιτητικές, και φορτωμένος με τις δικές του έγνοιες και τον δύσκολο αγώνα του να κρατηθεί μακριά από το αλκοόλ: «Ύστερα, πήρε προαγωγή [...] και το μέλλον γλίστρησε από τα δάχτυλά του, μέσα από τις χούφτες του, λίγο-λίγο, μέρα με τη μέρα, τόσο αργά που δεν το συνειδητοποίησε, τόσο ανεπαίσθητα που ξύπνησε από έναν μεθυσμένο λήθαργο δεκατρία χρόνια μετά και συνειδητοποίησε ότι τα είχε χάσει όλα. Δεν μπορούσες ποτέ να το επανακτήσεις. Αυτή ήταν η στραβή. Δεν μπορούσες ποτέ να επιστρέψεις, εκείνη η ζωή, εκείνοι οι άνθρωποι και οι καταστάσεις είχαν παρέλθει [...] Έπρεπε να ξαναρχίσεις, όμως αυτή τη φορά χωρίς την αφέλεια, την αθωότητα, την αισιοδοξία του παρελθόντος, χωρίς την αχλή του ερωτευμένου. Ήσουν διαφορετικός, ήσουν εγκλωβισμένος στην τωρινή σου υπόσταση με όλη τη γνώση, την εμπειρία, τον ρεαλισμό και την απογοήτευση» (σελ.160-161).

Η υπόθεσή του εξελίσσεται μέσα σε 13 ώρες, που όμως είναι τόσο γεμάτες και αγωνιώδεις, ώστε καταλήγουμε να το διαβάσουμε απνευστί σε πολύ λιγότερες.

Ο Ντίον Μέγερ με τις Δεκατρείς ώρες, όπως και νωρίτερα με την Κόμπρα (μτφρ. Ανδρέας Αποστολίδης, Στερέωμα 2018), μας ανοίγει ένα παράθυρο στη Νότια Αφρική – και συγκεκριμένα στον δημοφιλέστερο τουριστικό προορισμό της Νότιας Αφρικής, το Κέιπ Τάουν. Ίσως μάλιστα η μεγαλούπολη αυτή να είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής του έργου του. Εδώ βλέπουμε το Κέιπ Τάουν μέσα από τα μάτια της Ρέιτσελ, που είναι τουρίστρια και τρέχει στα τυφλά, αναζητώντας κρυψώνες εδώ κι εκεί, παράλληλα όμως βλέπουμε τα ίδια σημεία και μέσα από τα μάτια των μόνιμων κατοίκων του: «Στο κέντρο βρισκόταν μια μεγάλη μιχανοκίνητη μεταλλική πύλη και από πίσω μονοκατοικίες που παρέπεμπαν σε χωριάτικο στιλ, με τιρκουάζ παντζούρια, μονόχρωμα κουφώματα και μια στέγη σε σχήμα Α. Άλλο ένα κερδοσκοπικό οικοδομικό εγχείρημα που θα μπαγιάτευε και δεν θα ενδιέφερε κανέναν σε πέντε χρόνια» (σελ.294).

Επίσης, παίρνουμε μια γεύση από την πληθυσμιακή σύνθεση της πόλης και της χώρας, καθώς στην εξέλιξη της ιστορίας παίζουν ρόλο εκπρόσωποι διάφορων εθνικών ομάδων – μαύροι, λευκοί, έγχρωμοι, Αφρικάνερς, Ζουλού, Κόσα, μιγάδες, ένα κυριολεκτικά πολύχρωμο μωσαϊκό: «Οι Αφρικάνερς ξαναεπαναστάτησαν, ένα τρομερό επίτευγμα. Ύστερα, η εξουσία τούς διέφθειρε. Τα σημάδια των καιρών δείχνουν ότι η μαύρη διακυβέρνηση βαδίζει στα βήματά τους. Φοβάμαι ότι θα κάνουν τα ίδια λάθη. Τόσο κρίμα. Είμαστε μια χώρα δυνατοτήτων με υπέροχους, καλούς πολίτες, που όλοι μας επιθυμούμε ένα πράγμα: ένα μέλλον για τα παιδιά μας. Εδώ. Όχι στον Καναδά» (σελ.305). Και μια γεύση από τους ανταγωνισμούς και τις λεπτές ισορροπίες μεταξύ τους, στο πλαίσιο της δημόσιας διοίκησης και όχι μόνο: «Και είμαι πολύ μεγάλος για όλα αυτά τα σκατά, Μπένι, τις βρομοδουλειές του Εθνικού Επιτρόπου, τη διάλυση της Ομάδας Σκορπιός, τις φυλετικές ποσοστώσεις που αλλάζουν κάθε χρόνο, όλα είναι πολιτικοποιημένα. Και αν ο Ζούμα γίνει πρόεδρος, οι Κόσα θα παραγκωνιστούν και οι Ζουλού θα πάρουν τη θέση τους και όλα θα ξαναλλάξουν – καινούργια ιεραρχία, καινούργια ατζέντα, καινούργιοι μπελάδες» (σελ.353).

Οι Δεκατρείς ώρες είναι ένα σύγχρονο δείγμα αστυνομικού μυθιστορήματος που καταφέρνει να κρατά θαυμαστή ισορροπία ανάμεσα στην παρουσίαση της υπόθεσής του και στην αποτύπωση της κοινωνικής πραγματικότητας που πλαισιώνει την υπόθεση αυτή. Ο Ντίον Μέγερ, εκτός από πολυβραβευμένος συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας, είναι και σεναριογράφος – ξέρει καλά, λοιπόν, να στήνει ένα έργο με χαρακτήρες τόσο ρεαλιστικούς και εξελίξεις τόσο καταιγιστικές, ώστε κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι τέλους. Και δε χρειάζεται να είναι κανείς λάτρης της αστυνομικής λογοτεχνίας, για να εκτιμήσει τα χαρίσματα του συγκεκριμένου βιβλίου. Η υπόθεσή του εξελίσσεται μέσα σε 13 ώρες, που όμως είναι τόσο γεμάτες και αγωνιώδεις, ώστε καταλήγουμε να το διαβάσουμε απνευστί σε πολύ λιγότερες. Θα υποδεχόμασταν με χαρά τη μετάφραση και άλλων έργων του.

D Meyer


Δεκατρείς ώρες
Deon Meyer
μετάφραση: Κάλλια Παπαδάκη
Στερέωμα
536 σελ.
ISBN 978-960-8061-88-0
Τιμή €21,00

Πηγή: https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/14713-meyer-dekatreis-ores

«Επτά ψέματα» της Elizabeth Kay: παρουσίαση της Ράνιας Μπουμπουρή στο diastixo.gr

 

Αν και πρωτοεμφανιζόμενη στη συγγραφή, η Βρετανίδα Ελίζαμπεθ Κέι εργάζεται χρόνια στον χώρο των εκδόσεων – άρχισε ως βοηθός, σήμερα είναι σύμβουλος έκδοσης στον οίκο Penguin Random House. Μέρος των αρμοδιοτήτων της είναι να κρίνει αν ένα βιβλίο έχει τα φόντα να κατακτήσει το αναγνωστικό κοινό ή όχι. Συχνά, η απορία που συνοδεύει επαγγελματίες σε τέτοιες θέσεις είναι η εξής: Θα μπορούσε να εφαρμόσει κανείς τις γνώσεις του στην πράξη, σε ένα δικό του βιβλίο; Η απάντηση για την Ελίζαμπεθ Κέι δόθηκε με τα Επτά ψέματα, ένα ψυχολογικό θρίλερ που έχει αποσπάσει εξαιρετικές κριτικές, ενώ τα δικαιώματά του έχουν πωληθεί σε 30 χώρες.

Η ιστορία αφορά δύο αχώριστες φίλες, την Τζέιν και τη Μάρνι, και είναι δοσμένη σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση από την Τζέιν. Ο αναγνώστης βλέπει την υπόθεση αποκλειστικά και μόνο από τη δική της οπτική γωνία, κι είναι βέβαια ψυλλιασμένος ότι τα πράγματα μπορεί να μην είναι ακριβώς έτσι ή όχι μόνο έτσι. Το μεγάλο ερώτημα, όμως, είναι: Σε ποιον απευθύνεται η αφηγήτρια; «Μακάρι να μπορούσα να σου πω πως θ’ ακούσεις μία εύκολη ιστορία, αλλά ούτε κατά διάνοια δεν πιστεύω ότι θα είναι εύκολη. Θα πεθάνουν πολλοί άνθρωποι απόψε…» λέει (σελ.64), αλλά από ένα σημείο κι έπειτα είναι προφανές ότι δεν απευθύνεται στον αναγνώστη. Απευθύνεται σε κάποιον δημόσιο λειτουργό; Σε δικηγόρο; Όχι. Δε νομίζω ότι μπορεί εύκολα να πάει ο νους μας, μέχρι τη στιγμή που αυτό θ’ αποκαλυφθεί από την ίδια την αφηγήτρια προς το τέλος του βιβλίου, προκαλώντας μας μάλιστα και μεγάλη αγωνία για τη συνέχεια.

Σύμφωνα με την υπόθεση, λοιπόν, η Τζέιν και η Μάρνι είναι αγαπημένες φίλες από παιδιά: πέρασαν μαζί τις τελευταίες τάξεις του δημοτικού, την εφηβεία τους, χωρίστηκαν χιλιομετρικά στις σπουδές τους φοιτώντας σε άλλες πόλεις, αλλά διατηρούσαν καθημερινή τηλεφωνική επικοινωνία, γνωρίζοντας και την παραμικρή λεπτομέρεια η μια από τη ζωή της άλλης, κι έπειτα συγκατοίκησαν στο Λονδίνο. Δύο χαρακτήρες ολωσδιόλου αντίθετοι – η μία λουσμένη στο φως κι εξωστρεφής, η άλλη βυθισμένη στο σκοτάδι κι αντικοινωνική. Αλληλοσυμπληρώνονται, παίρνουν δύναμη η μία από την άλλη, πατάνε στα πόδια τους και προχωρούν – η μία αποφασιστικά, η άλλη πιο δειλά. Αλλά πάντα μαζί. Γύρω στα είκοσι πέντε τους, ερωτεύονται και παντρεύονται. Πρώτα η Τζέιν, μετά η Μάρνι.

Κλείνοντας το βιβλίο, ξανασκεφτόμαστε την ιστορία από την αρχή προσπαθώντας να δούμε πού παραπλανηθήκαμε από την αφηγήτρια και πού όχι.

Και οι δύο κύριοι χαρακτήρες παρουσιάζονται ολοκληρωμένα από τη συγγραφέα, η οποία εμβαθύνει στα κατάλληλα γνωρίσματα και περιστατικά, και αντλεί από το περιβάλλον τους τα στοιχεία για να τεκμηριώσει τις αποφάσεις τους που οδηγούν στην εξέλιξη της ιστορίας. Η σχέση της Τζέιν με τη μητέρα της και την αδελφή της επίσης αναλύεται σε βάθος και, αν μη τι άλλο, υποψιάζει τον αναγνώστη για την αδυναμία της αφηγήτριας να δεχτεί την αλήθεια. Ή μήπως είναι περισσότερο αδιαφορία, παρά αδυναμία; Αυτό επαφίεται στη διαφορετική ερμηνεία και στις διαφορετικές προσλαμβάνουσες του καθενός μας. Άλλωστε, το ίδιο βιβλίο είναι πολύ διαφορετικό για τον κάθε αναγνώστη.

Πολύ ενδιαφέρουσες οι σκέψεις της αφηγήτριας για την απώλεια και το πένθος. «Να κάτι που μαθαίνεις καθώς μεγαλώνεις, καθώς αρχίζεις να ζεις δίπλα στον θάνατο με τα πολλά του προσωπεία, καθώς εγκαθίσταται στον κόσμο σου. […] Δεν υπάρχει λογική στο πένθος, κανένα χιλιοπατημένο μονοπάτι που όλοι πρέπει να ακολουθήσουμε· υπάρχουν απλώς φορές που είναι υποφερτό, και φορές που δεν είναι» (σελ.225). «Βρισκόμουν παγιδευμένη ανάμεσα σε ένα παρελθόν, που φάνταζε υπερβολικά γεμάτο από συναισθήματα, και ένα μέλλον, που έμοιαζε στερημένο απ’ αυτά» (σελ.247).

Η Τζέιν, λοιπόν, αποστερημένη απ’ τον αγαπημένο σύζυγό της, αντιπαθεί φοβερά τον σύζυγο της Μάρνι, αλλά αποφασίζει να μην της πει ανοιχτά τη γνώμη της για κείνον. Κι εκεί αρχίζουν τα ψέματα. Ένα, δύο, τρία… επτά ψέματα – κάποια αθώα ψεματάκια, άλλα όμως μεγάλα ψέματα, τα οποία οδηγούν σε κρεσέντο μια ιστορία που κυλάει σε αργό, κάποιες φορές νοσταλγικό, ρυθμό. Και σε μια μεγάλη έκπληξη και αρκετές σελίδες αγωνίας στο τέλος.

Κλείνοντας το βιβλίο, ξανασκεφτόμαστε την ιστορία από την αρχή προσπαθώντας να δούμε πού παραπλανηθήκαμε από την αφηγήτρια και πού όχι. Και ίσως θελήσουμε να το ξαναδιαβάσουμε ακριβώς γι’ αυτό.

 

Επτά ψέματα
Ελίζαμπεθ Κέι
μετάφραση: Μαρία Φακίνου
Μίνωας
472 σελ.
ISBN 978-618-02-1532-8
Τιμή €17,70

Πηγή: https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/14667-7psemata