Η βιβλιοπαρουσίασή μου αναρτήθηκε στο www.diastixo.gr στις
12-1-2013:
http://www.diastixo.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=683:spourgito&catid=44:elliniki-pezografia&Itemid=93
http://www.diastixo.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=683:spourgito&catid=44:elliniki-pezografia&Itemid=93
Στις δύο νουβέλες που απαρτίζουν το τελευταίο του βιβλίο, ο Μιχάλης Μακρόπουλος μας παρουσιάζει δύο ιστορίες ολότελα διαφορετικές μεταξύ τους φαινομενικά, αλλά πολύ κοντά η μία στον πυρήνα της άλλης.
Στη Σπουργίτω, παρακολουθούμε την άφιξη μιας ξένης σ’ ένα ορεινό ηπειρώτικο χωριό. Τα σκονισμένα ρούχα και παπούτσια, η απροσδιόριστη ηλικία, η ήρεμη αποφασιστικότητα, η κούραση, η στητή πλάτη συνθέτουν την εικόνα της γυναίκας που κάθεται στο καφενείο της πλατείας. Ο καφετζής και οι λιγοστοί συγχωριανοί δεν αργούν να διαπιστώσουν το πρώτο αξιοπερίεργο χαρακτηριστικό της: είναι μουγγή. Η γλώσσα της είναι κομμένη. Κι όταν φωνάζουν τον αστυνόμο κι αυτός της δίνει χαρτί και στιλό, διαπιστώνουν ότι δεν ξέρει γραφή. Ξέρει όμως να ζωγραφίζει. «Το χέρι της με το στιλό κινήθηκε σαν από μόνο του στο χαρτί, μιλώντας με την ευφράδεια που κάποιος της είχε κλέψει από το στόμα κόβοντάς της τη γλώσσα». Με μία συνεχόμενη γραμμή, η γυναίκα ζωγράφισε τον σπουργίτη που εκείνη τη στιγμή τσιμπολογούσε μερικά ψίχουλα λίγο πιο κει. Κι ήταν το σχέδιό της τόσο εκφραστικό μες στην απλότητά του, κι ήταν ο τρόπος της που τσιμπολογούσε και το τελευταίο ψίχουλο από το πιάτο της τόσο όμοιος με του σπουργίτη, που έτσι γεννήθηκε το παρανόμι της: Σπουργίτω.
Ο Μητσιμπεράτης τής το έβγαλε. Αυτός είχε μάτια για να τα δει όλ’ αυτά. Οι άλλοι είδαν μόνο μια μουγγή ξένη, αγράμματη και πεινασμένη. Ο Μητσιμπεράτης, λοιπόν, την οδηγεί στο σπίτι μιας γριάς γειτόνισσάς του, της κυρα-Σίγιας, η οποία είχε ανάγκη από συντροφιά και βοήθεια στις δουλειές. Κι εκεί η ξένη βρίσκει όχι μόνο στέγη, αλλά και νέο όνομα – Δέσπω, από την πεθαμένη πρωτότοκη κόρη της ηλικιωμένης: «Κι έτσι, φορώντας τα ρούχα μιας κόρης κι έχοντας το όνομα μιας άλλης, η Δέσπω μπήκε στη ζωή της [κυρα-Σίγιας]».
Ο Μητσιμπεράτης και η ανάπηρη γυναίκα του η Λίγια, η κυρα-Σίγια, ο δήμαρχος Χουλιάρας με τη γυναίκα και την κόρη του, ο Σπυρομέλης (ο τρελός του χωριού) και η Ευαγγελία η δασκάλα είναι τα πρόσωπα που πλαισιώνουν από κει κι έπειτα τη Δέσπω, επηρεάζονται από την παρουσία της κι επηρεάζουν με τη σειρά τους τη ζωή της, οδηγώντας τη σ’ ένα δραματικό κρεσέντο.
Στη δεύτερη νουβέλα του βιβλίου, με τον τίτλο Γράχαμ, ο συγγραφέας παρουσιάζει την ιστορία ενός Άγγλου ζωγράφου, ο οποίος ζει την τελευταία εικοσαετία στη Λευκάδα, σε μια παράγκα που έχει φτιάξει με τα ίδια του τα χέρια στην απότομη κατεβασιά για την παραλία Κατσίκι. Γκρέιαμ είναι το όνομά του κανονικά, Γράχαμ το έχει κάνει για να μη χαλάσει την καρδιά των ντόπιων φίλων του που έτσι ήξεραν να το διαβάσουν.
Ο Γράχαμ είναι περίεργη περίπτωση ανθρώπου. Ευγενικός από τη φύση του αλλά πέρα για πέρα αθυρόστομος, κοινωνικός αλλά βαθύτατα μοναχικός, φιλόξενος μες στον αφιλόξενο γκρεμό που έχει επιλέξει για σπίτι. Η καρδιά του είναι μεγάλη, δείχνει όμως να ’χει χάσει την ψυχή του. Και, το χειρότερο, έχει πάψει πια να την αναζητά.
Η γνωριμία του Γράχαμ με μια παρέα νεαρών Ελλήνων τουριστών και η εμπλοκή του στις αδιέξοδες συναισθηματικές αναζητήσεις μιας κοπέλας του χωριού δείχνουν να τον ξυπνούν από λήθαργο. Όπως και μερικούς άλλους από τους συγχωριανούς. Η ιστορία, όμως, εξελίσσεται με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο. Και η στασιμότητα σημαίνει γι’ άλλους ότι έχουν χάσει τον εαυτό τους, γι’ άλλους ότι τον έχουν βρει.
Τον Μιχάλη Μακρόπουλο τον γνωρίζουμε ως δεινό μεταφραστή του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, του Τρούμαν Καπότε, του Στίβεν Κινγκ, του Τζον Λε Καρέ κ.ά. Ως συγγραφέας, ο Μακρόπουλος καταθέτει τις ιστορίες του με λόγο αυθεντικό και γραφή πολύ ενδιαφέρουσα. Η περιγραφή των καταστάσεων είναι απολαυστική. Η ανάλυση των χαρακτήρων πλήρης και η ματιά του στην ανθρώπινη ψυχή τόσο διεισδυτική και αβίαστα κοφτερή, ώστε φαντάζει απολύτως φυσική.
Και στις δύο νουβέλες πρωταγωνιστεί κάποιος «ξένος», ένας «άλλος» που προσελκύει τα βλέμματα των ντόπιων και δίνει τροφή για σχόλια δίχως τελειωμό. Η ατμόσφαιρα της υπαίθρου αποδίδεται πιστά. Όπως και η ντοπιολαλιά, κατά κύριο λόγο στα ονόματα: ο Τάκης Μπεράτης γίνεται Μητσιμπεράτης, ο Κώστας Λάγιος – Κωτσολάγιος, ο Νίκος Γκόγκας – Νικογκόγκας. Η ελληνική επαρχία παρουσιάζεται όπως ακριβώς είναι, με όλες τις χάρες αλλά και τις κατάρες της: το κουτσομπολιό, το κουκούλωμα, τα μικροσυμφέροντα που ροκανίζουν το δημόσιο συμφέρον και το κοινό καλό, τον δακτυλοδεικτούμενο «άλλον». Και οι δύο ήρωες, η Σπουργίτω και ο Γράχαμ, στρέφονται στη φύση για να λυτρωθούν απ’ όλα αυτά, γνωρίζουν και οι δύο καλά τη γαλήνη που η φύση χαρίζει απλόχερα σε όποιον σταθεί ν’ αφουγκραστεί τις ανάσες της και ν’ αφεθεί στη σαγήνη της. Σαγήνη που, όσοι ζούμε σε πόλεις εχθρικές προς τη φύση, μπορούμε ευτυχώς ν’ απολαύσουμε διαβάζοντας ένα καλό βιβλίο.
Στην Αθήνα, το Σπουργίτω – Γράχαμ διατίθεται από την Εστία και την Πρωτοπορία.
Σπουργίτω – Γράχαμ
Μιχάλης Μακρόπουλος
Εκδόσεις Γιάννης Πικραμένος (Πάτρα)
144 σελ.
Τιμή € 10,00
Μιχάλης Μακρόπουλος
Εκδόσεις Γιάννης Πικραμένος (Πάτρα)
144 σελ.
Τιμή € 10,00
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου