Ο Ντέιβιντ Νίκολς είναι βραβευμένος Άγγλος συγγραφέας και σεναριογράφος, που έγινε γνωστός παγκοσμίως με το μυθιστόρημά του
Μία ημέρα (Εκδόσεις Μίνωας, 2011), το οποίο έχει πουλήσει περισσότερα από πέντε εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως, έχει μεταφραστεί σε σαράντα γλώσσες και μεταφέρθηκε με μεγάλη επιτυχία στον κινηματογράφο. Ο Ντέιβιντ Νίκολς επισκέφθηκε την Αθήνα με αφορμή την κυκλοφορία του μυθιστορήματός του
Εμείς, που ήταν υποψήφιο για το βραβείο Man Booker 2014, και είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε μαζί του.
Θέλετε να μας πείτε γιατί γράφετε;
Από παιδί μού άρεσαν οι ιστορίες –να παρακολουθώ την πλοκή, τους χαρακτήρες– είτε ήταν σε βιβλία, είτε σε κινούμενα σχέδια στην τηλεόραση. Αλλά ποτέ δεν πίστευα ότι ήμουν ικανός να δημιουργήσω κι εγώ κάτι τέτοιο. Η μόνη σχέση που είχα με τις ιστορίες ήταν ως ηθοποιός – εμπειρία πολύ απογοητευτική για μένα, διότι δεν μπορούσα να ασκήσω το επάγγελμα αυτό. Δεν είχα καθόλου ταλέντο, χάρισμα ή χάρη. Ήμουν απαίσιος ηθοποιός. Ωστόσο, εξακολουθούσα να λατρεύω την πτυχή τού να λες ιστορίες, να δημιουργείς ήρωες, κόσμους... Μου άρεσε πολύ ο ήχος των διαλόγων. Τελικά συνειδητοποίησα ότι αυτό που με είχε ωθήσει στην ηθοποιία ήταν το υπόβαθρό της• μου πήρε κάποιο διάστημα να το καταλάβω, πάντως στράφηκα τελικά σε αυτό που αγαπώ: στη συγγραφή. Μ' αρέσει να κάνω τους ανθρώπους να γελάνε, μ' αρέσει που αυτά τα σημαδάκια στο χαρτί προκαλούν αντιδράσεις στους ανθρώπους ανά την υφήλιο – γέλιο, κλάμα, ενθουσιασμό...
Είπατε ότι δεν έχετε ταλέντο στην ηθοποιία, αλλά προφανώς έχετε ταλέντο στη συγγραφή. Τι σημαίνει για σας, λοιπόν, το ταλέντο; Η ικανότητα ν' αρέσουν στο αναγνωστικό κοινό αυτά που γράφετε;
Μάλλον πρόκειται για συνδυασμό πραγμάτων. Είναι το υπόβαθρο του καθενός, οι εμπειρίες του, η δεξιοτεχνία του, η ικανότητά του να εξελίσσεται. Δυσκολεύομαι να σας δώσω έναν ακριβή ορισμό, πάντως δεν νομίζω ότι έχει να κάνει με κάτι μαγικό, λες και σε χτύπησε κάποιος μ' ένα μαγικό ραβδί. Θεωρώ ότι είναι ένας ευτυχής συνδυασμός ικανοτήτων και συγκυριών.
Η διαδρομή σας στην ηθοποιία σάς βοήθησε στη συγγραφή;
Τα οχτώ χρόνια που εργάστηκα ως ηθοποιός μιλούσα ελάχιστα, διότι έπαιζα πολύ μικρούς ρόλους. Έβλεπα όμως καλό θέατρο, καθώς συμμετείχα σε παραστάσεις με εξαιρετικούς ηθοποιούς. Καταλάβαινες πότε μια σκηνή ήταν καλή από το πώς φωτίζονταν τα πρόσωπά τους και πότε άρχιζαν να το απολαμβάνουν και οι ίδιοι πραγματικά. Κάτι έμεινε μέσα μου από τα οχτώ αυτά χρόνια που παρακολουθούσα και μάθαινα – πώς μπορείς να πεις μια καλή ιστορία, σε ποιο σημείο να αποστασιοποιηθείς, πότε να κρατήσεις κάτι μυστικό από το κοινό, σε ποιο σημείο να σταματήσεις μια σκηνή. Απορροφούσα ασυνείδητα, λοιπόν, πολλές γνώσεις όλες αυτές τις ώρες στο θέατρο και στον κινηματογράφο.
Πόσες ώρες δουλεύετε τη μέρα; Θα μας περιγράψετε μια συνηθισμένη σας μέρα;
Είμαι πολύ βαρετός άνθρωπος. Έχω καταλάβει ότι ο μόνος τρόπος για να ολοκληρώσω μια συγγραφική δουλειά, είναι να είμαι αυστηρός στο πρόγραμμά μου. Έχω ένα γραφείο εκτός σπιτιού, όπου πηγαίνω καθημερινά και γράφω από τις εννέα το πρωί μέχρι τη μία το μεσημέρι. Το διάστημα αυτό κλείνω τελείως το Ίντερνετ – προσπαθώ, δηλαδή, γιατί είναι πολύ δύσκολο. Έπειτα, κάνω ένα μικρό διάλειμμα για μεσημεριανό και στη συνέχεια διαβάζω περίπου ένα δίωρο. Το διάβασμα είναι κι αυτό μέρος της δουλειάς. Κατόπιν, ασχολούμαι με την αλληλογραφία μου και διεκπεραιωτικά ζητήματα. Την άλλη μέρα, το ίδιο. Και το ίδιο. Και το ίδιο. Αν γράφει κανείς 1.000 λέξεις την ημέρα και ξέρει τι γράφει, μπορεί να τελειώσει ένα μυθιστόρημα σε έξι μήνες. Ίσως τελικά το αποτέλεσμα να είναι ανόητο και να χρειαστεί να το πετάξω, πάντως για μένα η μεθοδικότητα είναι η μόνη οδός για την αποτελεσματικότητα.
Έχετε εξαρχής έτοιμη τη δομή του βιβλίου;
Ναι. Όποτε δοκίμασα να αυτοσχεδιάσω ή ν' αποφασίσω στην πορεία την εξέλιξη, κόλλησα. Ξέρετε, πριν στραφώ στη μυθιστοριογραφία, έγραφα –κι εξακολουθώ να γράφω– σενάρια για την τηλεόραση. Κι επειδή στην τηλεόραση το κόστος είναι μεγάλο, οι παραγωγοί θέλουν να ξέρουν ακριβώς τι γίνεται στο σενάριο, δεν σου δίνουν το ΟΚ αλλιώς. Κι έτσι, αυτό αποδείχτηκε πολύ χρήσιμο για μένα. Δηλαδή ξέρω πάντα το τέλος, ξέρω σε γενικές γραμμές πώς θα φτάσω εκεί και τα υπόλοιπα τα επινοώ στην πορεία – αλλά έχω έναν σαφή προορισμό.
Είπατε ότι κλείνετε το Ίντερνετ για να δουλέψετε. Χρησιμοποιείτε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – Facebook, Twitter;
Όχι. Ξέρω ότι πολλοί συγγραφείς τα χρησιμοποιούν, διότι η συγγραφή είναι μοναχική δραστηριότητα κι είναι σαν να βρίσκεσαι ξάφνου σε μια κοινότητα, ανάμεσα σε φίλους. Σαν να έχεις φίλους μαζί σου στο γραφείο. Εγώ το βρήκα ακαταμάχητο όλο αυτό κι εξαιρετικά ευχάριστο κι ενδιαφέρον. Μάλλον υπερβολικά ενδιαφέρον – υπερβολικά πολλές διαφωνίες, υπερβολικά πολλά αστεία. Είναι εθιστικό. Γι' αυτό αποφάσισα να μην ασχολούμαι πολύ. Είμαι στο Facebook, έχω και επίσημη σελίδα και προσωπική, αλλά πρέπει να κλείνω το Ίντερνετ, διαφορετικά δεν θ' ασχολούμαι με τίποτε άλλο όλη μέρα.
Τι σας αρέσει περισσότερο να γράφετε: μυθιστορήματα ή σενάρια;
Μ' αρέσει πολύ να συνεργάζομαι με ηθοποιούς, με εμπνέει κι απολαμβάνω το πώς μεταμορφώνουν τις λέξεις, πώς απογειώνουν τις φράσεις και σε βοηθούν ν' ανακαλύψεις πράγματα που δεν ήξερες καν ότι υπάρχουν. Συγχρόνως, όμως, η συγγραφή σεναρίων είναι μια δουλειά πολύ ανταγωνιστική, όπου ξεσπούν συνέχεια διαφωνίες. Είναι συλλογική δουλειά –το οποίο βρίσκω υπέροχο, τυχαίνει να συνεργάζεσαι με εκπληκτικούς ανθρώπους– αλλά παράλληλα δίνεις συνέχεια μάχες. Διότι δεν έχεις εσύ τον τελικό λόγο. Στον κινηματογράφο, τον τελικό λόγο τον έχει ο σκηνοθέτης. Στην τηλεόραση, άλλοι επικεφαλής της παραγωγής. Όλοι εκφέρουν την άποψή τους, που συχνά είναι σωστή, κάποιες φορές όμως δεν είναι. Δίνεις μάχες χωρίς σταματημό.
Στα μυθιστορήματα, με ποιον δίνετε αυτές τις μάχες;
Με κανέναν! Τουλάχιστον δεν μου έχει τύχει μέχρι στιγμής. Απ' ό,τι έχω διαπιστώσει, το μόνο θέμα για το οποίο μπορούν να ανακύψουν μεγάλες διαφωνίες σ' ένα μυθιστόρημα είναι το εξώφυλλό του. Θέλω να πω, το όλο κλίμα είναι πιο ήπιο. Ο επιμελητής μου είναι πολύ καλός. Μου επισημαίνει διάφορα πράγματα, τα οποία λαμβάνω υπόψη. Αν όμως ο επιμελητής μου πει: «Δεν είμαι και τόσο σίγουρος γι' αυτή τη σκηνή. Μήπως θα ήταν καλύτερα να την κόψεις;» κι εγώ δεν θέλω να κόψω τη σκηνή αυτή, ξέρω ότι το βιβλίο μου θα εκδοθεί όπως το θέλω. Θα ήμουν ανόητος αν δεν άκουγα τις συμβουλές του επιμελητή μου, ωστόσο τον τελικό λόγο τον έχω εγώ.
Ο επιμελητής σας δεν σας έχει ζητήσει ποτέ ν' αλλάξετε κάτι πολύ σημαντικό σ' ένα μυθιστόρημα; Έναν χαρακτήρα, ας πούμε;
Ο επιμελητής μου και ο εκδότης μου πάντα με βάζουν ν' αλλάξω τον τίτλο. (γέλια)
Πώς ήταν ο τίτλος του βιβλίου σας Εμείς, πριν σας βάλουν να τον αλλάξετε;
Λεγόταν Παντρεμένος έρωτας. Κι έπειτα, το βάλαμε Μαζί. Μετά καταλήξαμε στο Εμείς, που είναι καλός τίτλος. Στο προηγούμενο μυθιστόρημά μου, Μία ημέρα, είχα βάλει τον τίτλο Η μέρα του Αγίου Σουίδιν, που δεν ήταν και πολύ καλός. (γέλια) Συζητάμε, λοιπόν, πολύ για τους τίτλους. Και μερικές φορές μπορεί να μου πουν ότι ο τάδε χαρακτήρας είναι λίγο βαρετός, αυτή η σκηνή κάπως σκληρή, κι εγώ το ξαναβλέπω και κάνω αλλαγές. Ωστόσο, ξέρω ότι δεν μπορεί να εκδοθεί ένα βιβλίο χωρίς τον συγγραφέα του, μια ταινία όμως μπορεί να γίνει χωρίς τον σεναριογράφο: δίνουν τη δουλειά σε κάποιον άλλο. (γέλια)
Όταν βλέπετε τις ξένες εκδόσεις των βιβλίων σας, στέκεστε καθόλου στο εξώφυλλο; Σας έχει τύχει ποτέ να μη σας αρέσει κάποιο;
Ναι, τώρα που το λέτε, έχω σκεφτεί: «Μα γιατί άλλαξαν το εξώφυλλο; Μια χαρά ήταν το βρετανικό!» Από την άλλη, μου έχει συμβεί και να σκεφτώ: «Α, αυτό είναι πολύ καλύτερο εξώφυλλο από το βρετανικό!» Δεν γνωρίζω όμως την αγορά σε κάθε χώρα, οπότε... Ένα παράδειγμα, γι' αυτό μου το βιβλίο, το Εμείς. Το ισπανικό εξώφυλλο είναι πολύ διαφορετικό, πολύ εντυπωσιακό κι εκκεντρικό – δεν καταλαβαίνεις για τι πράγμα μιλάει το βιβλίο. Αλλά ο Ισπανός εκδότης μου ήταν τόσο ενθουσιασμένος και το ήθελε τόσο πολύ, οπότε σκέφτηκα: «Εντάξει. Θα δούμε πώς θα πάει». Και νομίζω πως για την ώρα πάει πολύ καλά, άρα μάλλον ήταν σωστή απόφαση. Είναι κάποιες φορές, νομίζω, που πρέπει απλώς να κάνεις στην άκρη.
Το ζευγάρι του βιβλίου σας Εμείς πραγματοποιεί το λεγόμενο «Γκραν Τουρ»: Παρίσι, Άμστερνταμ, Μόναχο, Βερόνα, Βενετία... Ακολουθήσατε κι εσείς τη διαδρομή τους για να γράψετε το βιβλίο;
Έχω πάει σε όλα αυτά τα μέρη που αναφέρω, εκτός από την Μπολόνια. Κάνω μια μικρή αναφορά στην Μπολόνια και αυτά που γράφω τα έψαξα στο Ίντερνετ. Αλλά έχω πάει σε όλες τις υπόλοιπες πόλεις την τελευταία εικοσαετία. Επειδή όμως κάποια μέρη έχουν αλλάξει πολύ, χρειάστηκε να ξαναπάω – για παράδειγμα, στο Ρέικσμουζεουμ του Άμστερνταμ. Κι έκανα πράγματι το ταξίδι με το τρένο από το Μόναχο στη Βερόνα. Σε άλλες πόλεις δεν χρειάστηκε πολλή σκέψη – ξέρω πολύ καλά το Παρίσι, η Βενετία δεν αλλάζει ποτέ... Θα μου άρεσε πολύ να το έκανα όλο το ταξίδι με τη μία, αλλά δεν έχω χρόνο λόγω δουλειάς.
Στην Αθήνα έχετε ξανάρθει;
Όχι, πρώτη φορά. Έχω έρθει στην Ελλάδα – στη Θεσσαλονίκη, στην Κρήτη, στη Ρόδο και στη Σύμη. Το ελληνικό νησί που αναφέρω ότι επισκέπτονται οι πρωταγωνιστές μου είναι η Σύμη.
Είχατε καθόλου χρόνο να γνωρίσετε την Αθήνα;
Όχι, μόνο μία ώρα είχα ελεύθερη χθες και πήγα με τα πόδια στην Πλάκα. Ξέρω ότι η Αθήνα είναι μεγάλη πόλη και πολύβουη, αλλά ήταν πολύ ήσυχα και όμορφα στην Πλάκα. Αυτό το λίγο που είδα, δηλαδή, ήταν φανταστικό.
Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που σας έρχεται στο μυαλό, όταν ακούτε για τη σύγχρονη Ελλάδα;
Η κρίση, βέβαια. Στο Ηνωμένο Βασίλειο παρακολουθούμε στενά τις εξελίξεις. Υπάρχει πολύς ενθουσιασμός κι ανάμεσα στους φίλους μου για τη νέα ελληνική κυβέρνηση κι ευχόμαστε όλοι το καλύτερο.
Έχετε μελετήσει αρχαίο ελληνικό δράμα; Στις σπουδές σας ή αργότερα;
Ναι. Μελέτησα πολύ και, μάλιστα, συμμετείχα στην παραγωγή των Τρωάδων και της Αντιγόνης. Μου αρέσει και μου φαίνεται παράξενο. Είναι οι απαρχές του παγκόσμιου θεάτρου, αλλά είναι πολύ παράξενο για μας το ότι ένα μεγάλο μέρος της δράσης πραγματοποιείται εκτός σκηνής και μεταφέρεται στους θεατές από τον Χορό!
Ποια ήταν η μεγαλύτερη ανταμοιβή που λάβατε μέχρι στιγμής ως συγγραφέας;
Μ' αρέσει η επικοινωνία με τους αναγνώστες, να λαμβάνω γράμματά τους, να τους γνωρίζω σε εκδηλώσεις. Μένω ήσυχος ότι οι άνθρωποι διαβάζουν τα βιβλία μου. Γιατί αυτός είναι ο μόνος λόγος για να γράψει κανείς: για να τον διαβάσουν και να τον κατανοήσουν. Αυτό απολαμβάνω περισσότερο. Μ' αρέσει η ιδέα ότι τα βιβλία μου επηρεάζουν τους αναγνώστες, θέλω να τους αγγίζουν – όχι να τους υποδεικνύουν τι να κάνουν, αλλά να τους προκαλούν συναισθήματα. Δεν θέλω να γράφω γλυκανάλατα βιβλία, αλλά βιβλία αστεία και λυπητερά μαζί. Και χαίρομαι όταν υπάρχει αυτή η ανταπόκριση.
Να υποθέσω, λοιπόν, ότι ο μεγαλύτερος φόβος σας είναι μήπως κάποια στιγμή τα βιβλία σας δεν έχουν αναγνώστες;
Κοιτάξτε, όλοι οι συγγραφείς έχουν καλές και κακές στιγμές. Κάποια βιβλία τους πάνε καλύτερα από άλλα. Το πρώτο μου βιβλίο πήγε πολύ καλά, το δεύτερο όχι και τόσο, το τρίτο έκανε το μεγάλο μπαμ και πήγε απίστευτα καλά, και το τέταρτο τα πάει μια χαρά μέχρι στιγμής. Ξέρω όμως ότι στο μέλλον δεν θα είναι όλα ρόδινα. Δεν πειράζει.
Αν ένα βιβλίο γίνει παγκόσμιο μπεστ σέλερ, όπως στην περίπτωσή σας το Μία ημέρα, ο συγγραφέας δεν έχει ακόμα μεγαλύτερο άγχος για το επόμενο βιβλίο του;
Έτσι περίμενα ότι θα ένιωθα κι εγώ. Μέχρι στιγμής, στη Μεγάλη Βρετανία το Εμείς έχει σημειώσει καλύτερη πορεία από το Μία ημέρα και έχει καλύτερη αποδοχή. Σε δύο-τρία χρόνια θα μπορούμε να μιλήσουμε με σιγουριά, πάντως έως τώρα πάει πολύ καλύτερα απ' ό,τι έλπιζα. Αλλά το θεωρώ και πολύ καλύτερο βιβλίο.
Πριν από λίγους μήνες είχαμε εδώ στην Αθήνα τον κ. Χάουαρντ Τζέικομπσον, ο οποίος είπε ότι οι συγγραφείς υποφέρουν από βιβλιοκριτικούς που δεν ξέρουν να διαβάζουν. Συμφωνείτε;
Η αλήθεια είναι ότι κάποιες κριτικές τις θεωρώ ανόητες. Όταν άρχισα να γράφω, η κατάσταση είχε ως εξής: έβγαινε ένα βιβλίο, ακολουθούσαν κάποιες κριτικές και τέλος. Τώρα πια όλοι έχουν γίνει βιβλιοκριτικοί και συνεχώς υπάρχουν κείμενα για τα δουλειά σου, κι είναι μια ιστορία που δεν έχει τελειωμό. Αναπόφευκτα, λοιπόν, σε κάποιους δεν θ' αρέσει η δουλειά σου ή θα νιώθεις πως την έχουν παρανοήσει, κάνουν ανόητες συγκρίσεις ή έχουν χάσει την ουσία. Είναι όμως κομμάτι της δουλειάς και αυτό, πλέον. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να μη διαβάζεις τις κριτικές. Θαυμάζω κάποιους κριτικούς, τους σέβομαι, αλλά δεν τους διαβάζω διότι το βιβλίο έχει τελειώσει.
Σας έχει πει ποτέ κάποιος αναγνώστης κάτι, το οποίο θα σας μείνει αξέχαστο;
Έλαβα κάποτε ταχυδρομικώς έναν φάκελο, που περιείχε τη φωτογραφία μιας γυμνής γυναικείας πλάτης με τατουάζ στον ώμο. Κοιτάζοντας καλύτερα, διαπίστωσα ότι η αναγνώστρια είχε χτυπήσει τατουάζ μία ατάκα από το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου μου Μία ημέρα. Ήταν μια ατάκα που είχε παίξει σημαντικό ρόλο στον γάμο της. Αυτό μου φάνηκε αλλόκοτο, ανησυχητικό –νιώθεις ότι φέρεις μεγάλη ευθύνη– αλλά και πολύ κολακευτικό.
Υπάρχει κάποιο βιβλίο που να το βρήκατε εξαιρετικά χρήσιμο ως οδηγό για τη συγγραφή;
Χμμμ... υπάρχει μια θαυμάσια τετράτομη συλλογή συνεντεύξεων με συγγραφείς, The Paris Review – Interviews [στα ελληνικά, Η τέχνη της γραφής, Εκδ. Τόπος] όπου περιλαμβάνονται εκπληκτικές συνεντεύξεις με συγγραφείς όπως ο Ναμπόκοφ, ο Φίλιπ Ροθ, ο Στάινμπεκ... συνεντεύξεις που έχουν γίνει μέχρι κι εβδομήντα χρόνια πιο πριν. Τις διαβάζω, γιατί με καθησυχάζει το ότι ακόμα και πολύ σπουδαίοι συγγραφείς είχαν/έχουν τα ίδια προβλήματα, κολλάνε σε κάποια σημεία ή πετάνε τα χειρόγραφά τους έστω κι αν έχουν φτάσει στη μέση του βιβλίου.
Θεωρείτε χρήσιμα τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής;
Εγώ δεν διδάσκω, αλλά θεωρώ ότι αν κάποιος σου μιλήσει για το θέμα της οπτικής γωνίας, για τη σημασία που έχει το ποιος λέει την ιστορία, για τη διαφορετική αίσθηση που έχει η ιστορία αν είναι γραμμένη στον ενεστώτα ή σε παρελθοντικό χρόνο – όταν κάποιος σου τα επισημάνει αυτά, σε βοηθά να γράψεις. Θεωρώ λοιπόν ότι μπορείς να διδαχθείς ορισμένα πράγματα, δεν ξέρω όμως κατά πόσο μπορείς να διδαχθείς την ικανότητα να δημιουργείς μια ιστορία, την πλοκή, τους χαρακτήρες... Σίγουρα, στα σεμινάρια αυτά μαθαίνεις να διαβάζεις με πιο κριτικό πνεύμα.
Κι η τελευταία μας ερώτηση: ξαναδιαβάζετε τα βιβλία σας από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα, αφού βγουν;
Όχι. Κάνω αλλαγές μέχρι την τελευταία στιγμή – πρέπει κάποιος να μου το πάρει το χειρόγραφο από τα χέρια, για να σταματήσω τις αλλαγές. Αφού τυπωθεί όμως, όχι. Υπάρχουν πολλά σπουδαία βιβλία που θα μπορούσα να διαβάσω, γιατί να ξαναπιάσω ένα δικό μου; (γέλια)
Σας ευχαριστούμε πολύ, κ. Νίκολς!
Ευχαριστώ πολύ κι εγώ.
[Ο Ντέιβιντ Νίκολς επισκέφθηκε την Ελλάδα με αφορμή την πρόσκληση που δέχθηκε από τα καταστήματα Public.]
Φωτογραφίες:
Γιώργος Φερμελετζής