Η Σοφία Καραγιάννη είναι ηθοποιός και σκηνοθέτιδα, απόφοιτος της Δραματικής Σχολής Βεάκη και του Τμήματος Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, καθώς και ιδρυτικό μέλος της εταιρείας θεάτρου Gaff. Ως ηθοποιός, έχει συνεργαστεί με μεγάλα ονόματα του χώρου: Σ. Ουγκόφσκι, Γ. Λαζάνη, Σ. Φασουλή, Τ. Τζαμαριά, Γ. Νάκο, Δ. Χρονόπουλο, Γ. Αρμένη κ.ά. Ως σκηνοθέτιδα, έχει υπογράψει τις παραστάσεις Μην παίζεις με τα χώματα της Σ. Βλαχογιάννη (Θέατρο Βασιλάκου και Studio Μαυρομιχάλη), το Κραχ – μια σύνθεση κειμένων των Μπρεχτ και Τσέχοφ με θέμα το χρήμα (Ίδρυμα Μ. Κακογιάννης), τηνΨυχολογία Συριανού συζύγου του Εμ. Ροΐδη (Θέατρο του Νέου Κόσμου) κ.ά. Η τελευταία της σκηνοθετική δουλειά, Μάρτυς μου ο Θεός του Μ. Τσίτα (Πολυχώρος Vault), σημείωσε μεγάλη επιτυχία και μας έδωσε την αφορμή να συζητήσουμε μαζί της.
Πότε δημιουργήθηκε η ομάδα Gaff και με ποιο σκεπτικό;
Η ομάδα δημιουργήθηκε το 2010 με αφορμή τα κείμενα της Στέλλας Βλαχογιάννη, που με συγκίνησαν βαθιά και ένιωσα την ανάγκη να γίνουν παράσταση. Μέχρι τότε δούλευα ως ηθοποιός και ομολογώ πως δεν μου είχε περάσει από το μυαλό πως θα μπορούσα να περάσω από τη μεριά του σκηνοθέτη. Φώναξα τους φίλους μου και έγινε το Μην παίζεις με τα χώματα και μετά η μια δουλειά έφερε την άλλη. H αφετηρία μου είναι πάντα το κείμενο και η ανάγκη να υπάρχεις και να δημιουργείς με ανθρώπους που έχουν την ίδια πίστη για τη δουλειά, ανθρώπους που θαυμάζεις και αγαπάς.
Τι σημαίνει η λέξη «Gaff»;
Gaff είναι η ονομασία που δόθηκε τον 19ο αιώνα στο αυτοσχέδιο θέατρο στις φτωχότερες συνοικίες του Λονδίνου και άλλων μεγάλων πόλεων, στου οποίου τη σκηνή ανεπαρκείς θίασοι παρουσίαζαν άγαρμπες παραστάσεις μελοδραματικού ρεπερτορίου και το εισιτήριο κόστιζε μία ή δύο πένες. Το 2010 που δημιουργήθηκε η ομάδα, η σημασία του ονόματος είχε πλάκα, μου άρεσε αυτό το «ανεπαρκείς» γιατί τόσο ως ηθοποιός αλλά και ως σκηνοθέτις νιώθω πως έχω πολλές ελλείψεις – και μετά ήταν και αυτό το θέατρο της μιας πένας, τότε δεν μπορούσα με τίποτα να φανταστώ πως θα είχαμε παραστάσεις με καπέλο, εθελοντική εισφορά, θεατρικά παντοπωλεία αλλά και πως για τους ηθοποιούς ήταν κοντά η κατάργηση των εργασιακών τους δικαιωμάτων. Οι περισσότεροι ηθοποιοί σήμερα στην Αθήνα των χιλίων και βάλε παραστάσεων αμείβονται με ποσοστά, που σημαίνει ότι κάποιος μπορεί να φύγει από την παράσταση ακόμα και με 1 ή 2 ευρώ – είναι το ποσοστό που του αναλογεί!
Έχετε ανεβάσει άλλη φορά θεατρική μεταφορά πεζογραφήματος;
Όλες μου οι δουλειές μέχρι στιγμής είναι μεταφορές λογοτεχνικών κειμένων, μάλλον γιατί η λογοτεχνία μού δίνει ελευθερία – οφείλεις να μετατρέψεις τον λόγο σε εικόνα, σε δράση, έχουν ενδιαφέρον οι πολλαπλές αναγνώσεις που έχει ένα αφήγημα. Από την άλλη, έχει και μια γοητεία η δυσκολία αυτού του μετασχηματισμού σε θέατρο.
Πώς ανακαλύψατε το μυθιστόρημα Μάρτυς μου ο Θεός;
Το βιβλίο μού το έφερε η φίλη και συνεργάτιδα Μυρτώ Αθανασοπούλου – από τα ιδρυτικά μέλη των Gaff και ένας άνθρωπος που εκτιμώ κι αγαπώ· εκτός από την κοινή οπτική που έχουμε για το θέατρο, εμπιστεύομαι και το ένστικτό της. Το διάβασα αμέσως, στην αρχή χαμογελούσα, μετά συγκινήθηκα και στις τελευταίες σελίδες πλάνταξα στο κλάμα.
Γιατί θελήσατε να το ανεβάσετε στη σκηνή;
Για πολλούς λόγους. Καταρχήν, όσο παράξενο κι αν ακούγεται, με το κείμενο αυτό αισθάνομαι ότι εμπλέκομαι προσωπικά. Ο Χρυσοβαλάντης για μένα δεν είναι ένα φανταστικό πρόσωπο, αλλά ένα πραγματικό πρόσωπο που του οφείλω κάτι. Ένιωσα την ανάγκη να τον ανεβάσω στη σκηνή και να αφηγηθεί το ιδιότυπο ημερολόγιο της ζωής του. Πιστεύω ότι είναι από τους πιο καλογραμμένους ήρωες της νεοελληνικής λογοτεχνίας και δικαίως ο Μάκης Τσίτας απέσπασε το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2014. Ο Χρυσοβαλάντης είναι άνεργος και χρεοκοπημένος σε μια περίοδο, λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, που η χώρα ζει στιγμές μεγαλείου και εθνικής υπερηφάνειας, τότε δηλαδή που κανείς δεν φανταζόταν πως αυτό που συμβαίνει στον ήρωα πρόκειται να το βιώσει το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας. Βρήκα ιδιαίτερα ευφυές το πώς χρησιμοποιεί ο συγγραφέας το νόημα της εργασίας, με δυο λόγια ο Χρυσοβαλάντης χάνει την ισορροπία του επειδή μένει άνεργος: αν συνέχιζε να δουλεύει, έστω και κάτω από άθλιες εργασιακές συνθήκες, τίποτα από όλα αυτά που βγαίνουν στην επιφάνεια δεν θα είχε βγει, θα συνέχιζε να ζει ταπεινά, να πέφτει θύμα και να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του αγόγγυστα. Χάνοντας τη δουλειά του χάνει και την ισορροπία μέσα του και, μην έχοντας κανέναν δίπλα του, πιάνεται από την πίστη στον Θεό. Και εδώ είναι και η άλλη ωραία έμπνευση του Μάκη Τσίτα, καθώς ο Θεός του Χρυσοβαλάντη είναι πραγματικός, η σκέψη του και η ανάγκη του τον κάνουν να δώσει υπόσταση στον Θεό, κουβεντιάζει μαζί του, του ζητάει πράγματα, τον φοβάται αλλά του τη λέει κιόλας... είναι μια υπέροχη σχέση.
Συναντήσατε κάποια δυσκολία στη θεατρική μεταφορά του;
Καταρχήν, η διασκευή του κειμένου έγινε από τον συγγραφέα και οφείλω να ομολογήσω πως ήταν πολύ εύστοχη, καθώς έπρεπε να κάνει μια γενναία αφαίρεση και να δώσει όλο το νόημα του βιβλίου σε λίγες σελίδες, αφού ο θεατρικός χρόνος δεν συνάδει με τον λογοτεχνικό. Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν να δώσουμε συνέχεια στον αποσπασματικό και επαναληπτικό λόγο του ήρωα και να αναδείξουμε τους θεματικούς και, κυρίως, ιδεολογικούς άξονες που καθορίζουν την πορεία και την κατάληξή του.
Θεωρώ ότι το μίνιμαλ σκηνικό λειτουργεί θαυμάσια στην παράστασή σας. Πώς καταλήξατε στην επιλογή αυτή;
Αρχικά είχα διάφορες σκέψεις για τον σκηνικό χώρο όπου θα κινούνταν ο ήρωας, όταν όμως ξεκινήσαμε τις πρόβες κατάλαβα πως δεν είχε καμία σημασία το περιβάλλον, ο Χρυσοβαλάντης έχει ανάγκη να μιλήσει για τη ζωή του οπουδήποτε και σε οποιονδήποτε, έτσι οδηγηθήκαμε σε ένα συμβολικό περιβάλλον, ένα παγκάκι και μια μικρή βαλίτσα που μέσα της κουβαλάει όλη του τη ζωή.
Θεωρείτε ότι ο Χρυσοβαλάντης, ο αντιήρωας πρωταγωνιστής σας, είναι γνώριμος χαρακτήρας στην ελληνική κοινωνία;
Ο Χρυσοβαλάντης είναι ένας ιδιαίτερος άνθρωπος και ήρωας πολύ αντιεμπορικός. Ένας 50χρονος άνεργος, θεοφοβούμενος, ξενοφοβικός, αφελής, θαμώνας των οίκων ανοχής αλλά και της εκκλησίας, άρρωστος, φοβισμένος και με βαθιά μοναξιά, ο οποίος προσπαθεί να επιβιώσει σε μια κοινωνία που τέτοιοι αδύναμοι άνθρωποι δεν έχουν θέση. Χρυσοβαλάντηδες συναντάμε παντού, στη γειτονιά, στα καφενεία, στο διπλανό διαμέρισμα και καμιά φορά και στο δικό μας σπίτι. Ναι, είναι ένας από τη μάζα που όμως εκφράζει φωναχτά τις σκέψεις όλων μας.
Ένα από τα χαρακτηριστικά του βιβλίου είναι η επιτυχής ισορροπία ανάμεσα στο δραματικό και το κωμικό. Στην παράσταση, η εναλλαγή των συναισθηματικών καταστάσεων του ήρωα είναι συνεχής. Πόσο δύσκολο είναι κάτι τέτοιο για έναν ηθοποιό;
To βασικό εργαλείο του ηθοποιού είναι ο λόγος και στην περίπτωση της δικής μας παράστασης έχουμε να κάνουμε με ένα κείμενο που κάθε φράση και λέξη έχει ειδικό βάρος. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί μια γλωσσική φόρμα πολύ ιδιαίτερη και πετυχημένη, ένα μείγμα λαϊκής γλώσσας με στοιχεία καθαρεύουσας, εκκλησιαστικά κείμενα, στιχάκια χιουμοριστικά και λέξεις δικής του επινόησης. Είναι τυχερός ο ηθοποιός που έχει στα χέρια του ένα τέτοιο κείμενο με ρυθμό, εναλλαγές και, κυρίως, που αφήνει την ιστορία να εξελιχθεί χωρίς να εκβιάζει το συναίσθημα.
Στη διάρκεια της παράστασης, το κοινό περνάει από βροντερά γέλια σε βουβά κλάματα. Τι νομίζετε ότι τους αγγίζει περισσότερο από τα λεγόμενα του Χρυσοβαλάντη;
Αυτό που λειτουργεί καταλυτικά στο κοινό είναι όταν ο ήρωας προδίδεται από την ίδια του την οικογένεια, όταν τον πετάνε στην κυριολεξία έξω από το ίδιο του το σπίτι γιατί δεν μπορεί να προσφέρει πια οικονομικά. Τους πονάει που στη βαλίτσα που του αφήνουν έξω από την πόρτα δεν έχουν βάλει μέσα τα φάρμακά του. Τους πονάει ο τρόπος που εξουδετερώνεται ο αδύναμος και, βέβαια, η κατάληξή του.
Ποιο ήταν το πιο απρόσμενο σχόλιο που ακούσατε από κάποιον θεατή;
«Ο Χρυσοβαλάντης είναι η χώρα, αυτός είναι η Ελλάδα». Κι επίσης, το σχόλιο ενός φυλακισμένου: «Ρε τον άνθρωπο, τι έπαθε, γαμώ την κοινωνία μου μέσα!»
Βρίσκετε ότι υπάρχουν αντιφάσεις στη ζωή του μέσου Έλληνα;
Γενικά νομίζω πως είμαστε ένας αντιφατικός λαός. Οι Έλληνες έχουν μια ευκολία να δημιουργούν ήρωες και «θεούς» και την ίδια στιγμή να τους καταρρίπτουν. Η κρίση που βιώνουμε, που δεν είναι μόνο οικονομική αλλά και βαθιά κοινωνική, έχει αναδείξει ακόμα περισσότερο αυτό το στοιχείο της αντίφασης. Αλληλεγγύη και τσιγκουνιά, περηφάνια και φόβος, θάρρος και υποταγή, αγωνία και ύπνωση, όλα μαζί σε μια χώρα που προσπαθεί να σταθεί όρθια. Από την άλλη, βέβαια, ένιωσα μεγάλη ανακούφιση γι' αυτόν τον αντιφατικό λαό που άλλαξε πολιτική σελίδα, όχι με την έννοια ότι όλοι ξαφνικά γίναμε αριστεροί και τι καλά και τι ωραία, άλλωστε η νέα κυβέρνηση έχει δρόμο μπροστά της και θα κριθεί, αλλά κυρίως για το γεγονός τής έστω και καθυστερημένης αντίληψης πως τα δικαιώματά του δεν χωράνε στην ακροδεξιά πολιτική των τελευταίων χρόνων, που ρήμαξε τις ζωές όλων μας.
Η ζωή στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες πέρασε ραγδαία από την επίπλαστη ευμάρεια στη φτωχοποίηση. Μπορεί η Τέχνη να μας βοηθήσει να περάσουμε στο επόμενο στάδιο; Και ποιο θα είναι αυτό;
Η Τέχνη πάντα θα λειτουργεί σαν δραστικό παυσίπονο όσο περισσότερο νοσεί μια κοινωνία. Δεν είναι τυχαίο πως μέσα στην κρίση υπάρχει καταιγισμός θεατρικών παραστάσεων. Προσωπικά δεν μπορώ να φανταστώ τις ζωές των ανθρώπων χωρίς το θέατρο, είναι σαν να μεγαλώνεις ένα παιδί χωρίς ποτέ να του πεις ένα παραμύθι, είναι βέβαιο πως από αυτόν τον άνθρωπο θα λείπει κάτι. Πρόσφατα παίξαμε την παράσταση στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας των φυλακών Κορυδαλλού· είναι δύσκολο να μεταφέρω τη συναισθηματική εμπειρία εκείνης της στιγμής, αλλά βγαίνοντας από τις φυλακές ήμουν βέβαιη πως η Τέχνη είναι χρήσιμη. Από την άλλη, η Τέχνη σ' αυτή τη χώρα είναι τελείως αβοήθητη, καμία πολιτιστική πολιτική την ίδια στιγμή που τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης όχι μόνο επενδύουν στον πολιτισμό, αλλά έχουν και μεγάλο οικονομικό όφελος από αυτή τους την επένδυση. Αντιθέτως, στην Ελλάδα το υπουργείο Πολιτισμού είχε μέχρι σήμερα έναν μάλλον διακοσμητικό ρόλο και εξυπηρετούσε κυρίως τα πελατειακά συμφέροντα του εκάστοτε υπουργού. Περιμένω να δω πώς θα κινηθεί το νέο Υπουργείο στα θέματα του πολιτισμού.
Η επιτυχία της δουλειάς σας οδήγησε ήδη σε παράταση των παραστάσεων μέχρι το Πάσχα. Προβλέπετε ότι θα υπάρχει και συνέχεια;
Ήδη παράλληλα με τις παραστάσεις στην Αθήνα γίνεται και μια μικρή περιοδεία σε διάφορες πόλεις με εξαιρετική ανταπόκριση από το κοινό. Σίγουρα η παράσταση θα συνεχίσει να ταξιδεύει και του χρόνου, καθώς φέτος δεν θα προλάβουμε να ανταποκριθούμε σε όλα τα καλέσματα.
Καλή συνέχεια, λοιπόν, κι ευχαριστούμε πολύ για τη συζήτηση αυτή!
Ευχαριστώ πολύ κι εγώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου