Φωτογραφίες: Κλέρυ Μουσταφέλου
Η σκηνική της παρουσία είναι εκρηκτική, η φωνή της ξεχωριστή, το ρεπερτόριό της ευρύ και ιδιαίτερο, η μουσική της διαδρομή μακρά, σε σχέση με το νεαρό της ηλικίας της, και πολλά υποσχόμενη. Ο λόγος για τη Βασιλική Καρακώστα, που έχει ως τώρα στη μουσική φαρέτρα της τρία προσωπικά άλμπουμ: Η σβούρα και άλλες ιστορίες (2008), Τα επικίνδυνα (2013) και Η κουρελού (2015), καθώς και το CD single Ο κηπουρός (2014). Μάλιστα, το άλμπουμ Η κουρελού εξαντλήθηκε και ετοιμάζεται να επανακυκλοφορήσει εμπλουτισμένο με δύο ακόμα τραγούδια. Όλ’ αυτά μάς κίνησαν την περιέργεια να τη γνωρίσουμε καλύτερα.
Βασιλική, από πού κατάγεσαι;
Το παζλ της καταγωγής μου αποτελείται από δυο χωριά και μια πόλη: από τη Γλύφα της Φθιώτιδας, από την Ευξεινούπολη Αλμυρού και από τον Βόλο, όπου πέρασα τα χρόνια της εφηβείας μου.
Σε ποια ηλικία κατάλαβες ότι η μουσική είναι αυτό με το οποίο θες ν’ ασχοληθείς στη ζωή σου;
Δεκατριών ετών. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που πάντα ήταν μες στη μουσική, όπως πολλές οικογένειες νομίζω, αλλά εγώ τους ζήτησα να πάω στο ωδείο. [Σημείωση: Ωδείο Νέας Ιωνίας με υποτροφία από τη Στάσα Τζάλλα, σπουδές σε πιάνο, θεωρητικά, βυζαντινή μουσική, φωνητική.] Στα δεκατρία κατάλαβα ότι η μουσική είναι κάτι πολύ σημαντικό για μένα, ως τότε ήταν ένα μέρος της καθημερινότητάς μου – όπως πίνουμε νερό χωρίς να το σκεφτόμαστε, έτσι κι εγώ τραγουδούσα. Αλλά στα δεκαπέντε κατάλαβα ότι μπορείς να ζήσεις απ’ αυτό, κι έτσι ξεκίνησα, προστατευμένα μεν –δηλαδή με μουσικούς οι οποίοι με προστάτευαν– και τραγουδούσα πλέον επαγγελματικά.
Δεκαπέντε ετών, δηλαδή, ένα κοριτσάκι ανεβαίνει στη σκηνή και τραγουδάει μπροστά σε κοινό. Ποια αίσθηση σου έχει μείνει από αυτό;
Κοίταξε, είναι όλα τόσο πολύχρωμα… δεν ήταν μόνο μια στιγμή. Από μικρή τραγουδούσα μπροστά σε πολύ κόσμο – στο χωριό της Γλύφας, για παράδειγμα, έρχονταν στη δεκαετία του ’90 Αυστριακοί και γίνονταν κάτι τεράστιες παρέες, σχεδόν συναυλιακές, κι εγώ τραγουδούσα. Γαλουχήθηκα, για να το πω έτσι, να τραγουδάω σ’ έναν, μάτι με μάτι που λένε, ή σε πάρα πολύ κόσμο.
Όταν είσαι πάνω στη σκηνή και τραγουδάς σε πάρα πολύ κόσμο, βάζεις στόχο να ενώσεις όλες τις ψυχές, να συγκεντρωθεί ολωνών η ύπαρξη μέσα σε μια φλόγα.
Και ποια είναι η μεγαλύτερη διαφορά από άποψη ενέργειας ανάμεσα σε αυτό το τετ-α-τετ και σε μια συναυλία με πολύ κόσμο;
Όταν είσαι πάνω στη σκηνή και τραγουδάς σε πάρα πολύ κόσμο, βάζεις στόχο να ενώσεις όλες τις ψυχές, να συγκεντρωθεί ολωνών η ύπαρξη μέσα σε μια φλόγα. Όταν τραγουδάς και είναι πιο προσωπικό, έχεις μια έγνοια γι’ αυτόν τον άνθρωπο απέναντί σου, εμένα έτσι μου βγαίνει, να τον «ξεκλειδώσεις». Αλλά και στο ευρύ κοινό το νιώθεις αυτό. Πάντα έλεγα ότι είμαι μια ερμηνεύτρια που τραγουδάει για τον έναν, αλλά και για πάρα πολλούς ανθρώπους μαζί.
Έτσι, λοιπόν, φτάνεις το 2008 να βγάλεις το πρώτο σου προσωπικό άλμπουμ, Η σβούρα και άλλες ιστορίες, με τον Νίκο Πορτοκάλογλου. Πώς σε ανακάλυψε;
Ναι, με τον σπουδαίο, αγαπημένο μου Νίκο Πορτοκάλογλου. Με είχε ακούσει να τραγουδάω με τον Σαββόπουλο. Όταν κατέβηκα στην Αθήνα, δεν ήμουν πολύ αυτό που λένε «να το κυνηγήσω», αλλά πιο πολύ «να το ανακαλύψω».
Κατέβηκες στην Αθήνα πώς; Είπες: Φεύγω από τον Βόλο για…
…για να ζήσω την περιπέτειά μου, για να ζήσω μόνη μου. Μάζεψα λεφτά από τη δουλειά μου, το τραγούδι, και κατέβηκα στην Αθήνα. Είχα σκοπό να πάω στην Πλάκα, όπου είναι γνωστό σε όλη την Ελλάδα ότι υπάρχουν ωραία μαγαζιά που παίζουν ζωντανή μουσική. Αλλά δεν πρόλαβα να ψάξω για δουλειά στην Πλάκα, γιατί με βρήκε ο Γεράσιμος Ανδρεάτος, αυτή η σπουδαία λαϊκή φωνή που έχουμε – να ’ναι καλά.
Αυτό πώς έγινε;
Με είχε ακούσει στην τηλεόραση – είχα τραγουδήσει για τα Τσιτσάνεια, σ’ έναν διαγωνισμό. Με άκουσε εκεί, δηλαδή, και έψαξε να με βρει! Πραγματικά αυτό δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ. Έχει απίστευτο μέταλλο φωνής και τον θαυμάζω πολύ. Κι έτσι, είχα την πρώτη καλλιτεχνική αγκαλιά εδώ: ο Γεράσιμος, που τραγουδήσαμε μαζί.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος;
Ο Σαββόπουλος με άκουσε στο Πήλιο, σ’ ένα πανηγύρι, κι από κει με «τσίμπησε». Αυτή κι αν ήταν συνεργασία και συγκυρία: Σαββόπουλος-Παπάζογλου. Τρομερή εμπειρία και από τις καλύτερες παραστάσεις όπου έχω συμμετάσχει.
Να σου ζητήσω έναν χαρακτηρισμό για καθέναν από τους συνεργάτες σου αυτούς; Ανδρεάτος;
Ευγένεια.
Σαββόπουλος;
Καθολικός.
Πορτοκάλογλου;
Έφηβος και ροκ. Πάρτι άνιμαλ! (γέλια)
Παπάζογλου;
Συγκίνηση και αιώνια ψυχή. Ο Παπάζογλου μου είχε φτιάξει χειροποίητα ζίλια, που τα φοράω στα χέρια μου και πάντα τον θυμάμαι. Έχω αυτό το δώρο του.
Κατέβηκες, λοιπόν, στην Αθήνα με τις μουσικές σου αποσκευές, που σε ποιο είδος ανήκαν κυρίως;
Αυτό που άκουσα από μικρή κι ένιωσα δέος ήταν η δημοτική μουσική, και κυρίως η μουσική που βγάζει αρχετυπικά ένστικτα – τα νταούλια, τα κλαρίνα, οι λύρες, οι μελωδίες αυτές που έχουν περάσει μέσ’ απ’ τους αιώνες και θα υπάρχουν κι όταν θα έχουμε φύγει εμείς. Ωστόσο, ήρθα με σκοπό να ανακαλύψω τον εαυτό μου, δεν ήρθα με σκοπό να πάρω θέση. Υπάρχει μια περίοδος της ζωής σου όπου γαλουχείσαι με κάποια πράγματα, κι έπειτα είσαι ανοιχτός κι ανακαλύπτεις. Γι’ αυτό κι εγώ τη μια τραγουδούσα σε μια ρεμπέτικη ορχήστρα, μετά πήγαινα σε μια δημοτική, μετά σε μια λαϊκή, σε μια έντεχνη… Διότι θεωρώ ότι δεν μπορείς να παίρνεις την ευθύνη τού «αυτό είμαι» από μια ηλικία που δεν ξέρεις τι είσαι, πρέπει να το ανακαλύψεις.
Μετά τον πρώτο σου δίσκο, λοιπόν, αρχίζεις τις σόλο εμφανίσεις;
Ναι, τον παρουσίαζα ζωντανά και άρχισα να κάνω συναυλίες και παραστάσεις μόνη μου.
Και, δισκογραφικά, πάμε μετά στο άλμπουμ Τα επικίνδυνα, το 2013.
Ναι, που είναι κυρίως τραγούδια πρωτότυπα, αλλά και μερικές επανεκτελέσεις. Ο τίτλος είναι από το ποίημα του Καβάφη, που έχει μελοποιηθεί από τον Κωνσταντίνο Μπουντούνη: «…στες κρίσιμες στιγμές θα ξαναβρίσκω/ το πνεύμα μου, σαν πριν, ασκητικό». Περιέχεται, επίσης, μελοποιημένη και «Η απληστία» του Ντίνου Χριστιανόπουλου.
Κι έπειτα φτάνουμε στην εξαιρετική και πολύχρωμη Κουρελού, που μας παρουσίασες δισκογραφικά πέρυσι.
Η Κουρελού είναι μια σούμα, ας το πούμε, που συγκεντρώνει μέσα της τα διάφορα μέρη του εαυτού, όπως είναι μια ωραία, πολύχρωμη κουρελού. Περιέχει πολλά διαφορετικά κομμάτια, καινούργια τραγούδια, αλλά και τον «Κηπουρό» του Παύλου Παυλίδη, που φροντίζει τον μέσα εαυτό και υπόσχεται πως η αγάπη θά ’ρθει· τον «Κοκαϊνοπότη» του Παναγιώτη Τούντα· και παραδοσιακά τραγούδια… Τα τραγούδια που διαλέγω, βγαίνουν μ’ έναν ενστικτώδη τρόπο. Και κυρίως τα παλιά τραγούδια είναι αυτά που μου συστήνουν το παρόν και μου δείχνουν το μέλλον, με την έννοια της δημιουργίας. Στο βίντεο που φτιάξαμε για τον «Κοκαϊνοπότη», είναι μια κοπέλα που λέει την εμπειρία της μ’ αυτόν τον άνθρωπο και, επί της ουσίας, είναι σαν να αναλαμβάνει την ευθύνη, που σημαίνει να ενηλικιώνεται.
Τι σ’ αρέσει να διαβάζεις;
Είμαι σαν πουλάκι στο θέμα αυτό, πετάω από δω κι από κει. Πάντως μου αρέσει πολύ το λεξικό. (γέλια) Από μικρό παιδί –με κοροϊδεύανε και λίγο– μου άρεσε να διαβάζω το λεξικό, χανόμουν μες στο λεξικό.
Το πρώτο σου ανάγνωσμα που σ’ επηρέασε πολύ; Που είπες: Εδώ υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος κι εγώ μόλις τον ανακάλυψα.
Αυτό το παθαίνω με τα τραγούδια, δεν το παθαίνω τόσο με τα βιβλία. Πάντως ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη –που μικρότερη δεν μπορούσα να τον καταλάβω, αλλά αργότερα τον λάτρεψα– το οποίο μ’ αρέσει πάρα πολύ είναι: «Αι Αθήναι ως ανατολική πόλις». Μιλάει και για μας τους μουσικούς, μιλάει και για το ζήτημα των μουσικών του δρόμου. Λέει ο Παπαδιαμάντης –και εύστοχα– ότι κανονικά, αν είναι να κόψεις κάτι, είναι το ποτό το πολύ, γιατί με τη μουσική αμβλύνονται οι σχέσεις, ενώ με το ποτό γίνεται χαμός. (γέλια) Πρόπερσι εγώ είχα θέμα μ’ αυτό, προσπαθούσα να βοηθήσω κάτι Αφρικανούς που τους κυνηγούσε η αστυνομία, οπότε προσπαθούσα να βρω και λύση…
Για πες μας γι’ αυτή την ιστορία.
Επειδή έχω μεγαλώσει στον δρόμο, που λένε, στην πλατεία, στην παραλία, ελεύθερη δηλαδή, πάντα όταν κυκλοφορώ, έχω ανοιχτές τις κεραίες μου και ακούω. Και μου ’χει συμβεί με Ρουμάνους μουσικούς του δρόμου και με Αφρικανούς, που τους άκουσα να παίζουν και τελικά συνεργαστήκαμε. Με τους Ρουμάνους συνεργαστήκαμε στον «Σταυρό του Νότου», με τα καταπληκτικά πνευστά τους – στην Κουρελού έχουμε μια αναφορά: το πρώτο τραγούδι, «Μάδησα μια μαργαρίτα», είναι με πνευστά. Με τους Αφρικανούς, που ακόμη δεν έχω προχωρήσει σε ηχογράφηση, εμφανιστήκαμε στο «Half Note Jazz Club» και είχαμε κάνει μια παρουσίαση σύμπραξης, δηλαδή πιο πολύ να τους φέρω να παίξουν κρουστά στα δημοτικά τραγούδια μπλέκοντας και μελωδίες δικές τους.
Πώς τελείωσε από άποψη εμφανίσεων το 2015 και πού σε βρίσκει το 2016;
Στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς εμφανίστηκα με τον Αλκιβιάδη Κωνσταντόπουλο στον «Σταυρό του Νότου», όπου περάσαμε τέλεια και θα ξανακάνουμε κάτι μαζί και με τους συνεργάτες του – είναι αγαπημένος μου τραγουδοποιός, οργανοπαίκτης και περσόνα. Το 2016 με βρίσκει να φτιάχνω ένα πρόγραμμα εμφανίσεων για όλη τη χρονιά – λεπτομέρειες θα ανακοινώσουμε εν καιρώ. Επίσης, με βρίσκει στο στούντιο, όπου θέλω να τελειώσω τις νέες ηχογραφήσεις για την Κουρελού, που εξαντλήθηκε και θα επανακυκλοφορήσει με δύο νέα τραγούδια. Δούλευα για το βίντεο κλιπ που σκηνοθετήσαμε μαζί με τον Γρηγόρη Καραντινάκη, το οποίο έχει τελειώσει. Κι επίσης, έχω στήσει μια παιδική χορωδία στη γειτονιά μου, στον Νέο Κόσμο, και αφιερώνω χρόνο κι ενέργεια και σ’ αυτό.
Τα τραγούδια που διαλέγω, βγαίνουν μ’ έναν ενστικτώδη τρόπο. Και κυρίως τα παλιά τραγούδια είναι αυτά που μου συστήνουν το παρόν και μου δείχνουν το μέλλον, με την έννοια της δημιουργίας.
Πώς προέκυψε η παιδική χορωδία;
Προέκυψε μέσα από τη συζήτηση με τρεις καταπληκτικούς ιερείς που βρίσκονται στη γειτονιά – τους πατέρες Άγγελο, Φώτιο και Λευτέρη. Υπάρχει κάτι σαν πνευματικό κέντρο, όπου μαζευόμαστε και κάνουμε πρόβες. Θα σας καλέσουμε στην πρώτη μας συναυλία, τον Μάιο! Σκοπός ήταν να προσφέρω, όσο μπορώ, ένα ελεύθερο πεδίο έκφρασης και σκέψης στα παιδιά – όχι ότι δεν υπάρχουν και άλλα, όμως μέσω της μουσικής είναι πιο γλυκό.
Επειδή έχεις κάνει πολλές περιοδείες, θα μας πεις ποιο είναι το πιο μακρινό μέρος όπου έχεις φτάσει με το ελληνικό τραγούδι;
Στην Ιαπωνία, με τον Σαββόπουλο. Τόκιο και Ναγκόγια. Οι Ιάπωνες είναι υπέροχοι ακροατές, μας άκουγαν με πολλή προσοχή. Ήμασταν έξω, είχαν πάρει και τα κουβερτάκια τους μαζί! Αυτό που κατάλαβα κι εκεί αλλά και στη Γαλλία, όπου έχω πάει να τραγουδήσω σε προσωπική συναυλία, είναι ότι η γλώσσα δεν αποτελεί εμπόδιο. Αν έχεις ανάγκη να μεταφέρεις μια ιστορία με το τραγούδι σου, ο κόσμος θα την καταλάβει, δεν χρειάζεται να ξέρει ελληνικά. Πάρτε παράδειγμα τον Μάνου Τσάο: καταλαβαίνουμε κάθε στίχο απ’ τα τραγούδια του;
Πώς είναι η κατάσταση στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια για κάποιον που παλεύει μόνος του στον χώρο της μουσικής;
Για μένα η ίδια κατάσταση ήταν πάντα, όχι μόνο τα τελευταία χρόνια: Τι έχω χέρια μου; Μ’ αυτό θ’ αρχίσω να χτίζω. Έτσι ζούσα πάντα. Ήμουν πάντα άνθρωπος της κρίσης, όπως φαντάζομαι και πάρα πολλοί άλλοι. Θέλω να πω, ήμουν άνθρωπος που ξεκίνησε χωρίς την ασφάλεια. Χωρίς καμία ασφάλεια – ούτε απ’ τους δικούς μου, ούτε από εταιρείες.
Θα ενθάρρυνες ένα νέο παιδί ν’ ασχοληθεί με τη μουσική σήμερα;
Αν το έχει ανάγκη η ψυχή του, βέβαια!
Μπορεί να ζήσει ένας μουσικός, ένας ερμηνευτής, από τη μουσική;
Είναι όπως ένας που παράγει πατάτες, χωρίς να υποτιμώ κάποιο επάγγελμα. Όπως ένας άνθρωπος που πάει στη γη και σκάβει, και θέλει να βρει άλλους δέκα ανθρώπους για να δώσει τις πατάτες του, ώστε να ζήσει, έτσι είναι και με την παραγωγή του πνεύματος.
Δηλαδή διαμορφώνεις το κοινό σου;
Εγώ τουλάχιστον ναι. Επίσης, δεν ήθελα ποτέ να δημιουργηθεί μια σχέση με το κοινό, που να έχει ανάμεσά της χρώματα – και κυρίως πολιτικά. Και γι’ αυτό δεν έχω πάει ποτέ σε φεστιβάλ που έχουν να κάνουν με κόμματα. Όχι ότι είναι κακό, αλλά δεν είναι η δική μου επιλογή. Θέλω τα μόνα χρώματα που μπαίνουν ανάμεσά μας να είναι της φύσης. Επιπλέον, έχω γίνει ακόμα πιο επιλεκτική στις συνεργασίες μου κι επιλέγω ανθρώπους που είναι πάρα πολύ μερακλήδες.
Τώρα που λες «μερακλήδες», δεν είπαμε για τη συνεργασία σου με τον Πετρολούκα Χαλκιά.
Καλά, αυτός είναι το βουνό. Το ιερό βουνό. Ο κ. Πετρολούκας μου έχει δώσει ένα καινούργιο τραγούδι, που παλεύω να το φτιάξω τώρα…
Άλλος κόσμος σού στέλνει τραγούδια;
Ναι, ναι. Στέλνουν. Αλλά εγώ είμαι του χουζουριού – δεν τρέχω για να προλάβω κάτι, το απολαμβάνω. Τώρα, μια καινούργια εμπειρία για μένα που θα ’θελα ν’ αναφέρω, είναι για ένα τραγούδι όπου έγραψα τη μουσική εγώ. Μου έστειλε μήνυμα η Φωτεινή Λαμπρίδη, ραδιοφωνική παραγωγός και στιχουργός, ρωτώντας αν ήθελα να μελοποιήσω κάτι. Εγώ δεν το είχα ξανακάνει αυτό για στίχους άλλων, κι έτσι με σύστησε με την Ελευθερία Παναγάκου, κι έγραψα μουσική στο «Ασχημόπαπό» της, το οποίο και τραγούδησα πρόσφατα στο «Μικρό Πολυτεχνείο». Μου θύμισε πολύ το σύμπαν του Βαμβακάρη, αυτόν τον δωρικό τρόπο της καθαρής κουβέντας. Ήταν πολύ όμορφα.
Ένας νέος καλλιτέχνης έχει βήμα στα ΜΜΕ;
Όχι, κι ίσως δεν χρειάζεται. Ίσως δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο, για να γαλουχηθεί. Κι εγώ, ας πούμε, που ξεκίνησα με τον Νίκο Πορτοκάλογλου και στον δίσκο έχουμε αυτό το υπέροχο τραγούδι της «Αστροπαλιάς», που πάντα μού το ζητάνε στα live και είναι πολύ αγαπημένο, όταν έκανα συνέχεια συνεντεύξεις για να γνωστοποιηθεί αυτό… καμιά φορά, ξέρεις, όταν κάνεις το πρώτο σου βήμα, αρχίζουν και σε ρωτάνε πράγματα λες κι είσαι ψυχολόγος. Ίσως δεν χρειάζεται όλο αυτό. Ίσως θα πρέπει να ξεκινάει κανείς από ένα μέρος και να πηγαίνει το πράγμα από στόμα σε στόμα. Άλλοι ίσως να έχουν ένα βήμα. Πάντως δεν υπάρχει μια οργανωμένη κατάσταση, που ν’ ασχολείται με τους νέους καλλιτέχνες.
Βασιλική, καλή επιτυχία σε όλα τα σχέδιά σου! Ευχαριστούμε πολύ για την ωραία συζήτηση!
Ευχαριστώ κι εγώ θερμά!