Από αριστερά: Δημήτρης Ήσυχος, Ράνια Μπουμπουρή, Ιωάννα Μπαμπέτα,
Πάνος Τουρλής, Κώστας Στοφόρος, Στέφανος Καμπάς
Το κείμενο της παρουσίασής μου:
Ευχαριστώ πολύ τον Κώστα Στοφόρο για την πρόσκλησή του να βρίσκομαι εδώ απόψε. Είναι η δεύτερη περιπέτεια που γράφει ο Κώστας με τους ίδιους πρωταγωνιστές,
μετά την Κούπα του Πτολεμαίου, που
κυκλοφόρησε πέρυσι (Εκδόσεις Ιπτάμενο Κάστρο).
Το πρώτο που
επισημαίνουμε για τα βιβλία αυτά έχει να κάνει με την επιλογή του τόπου, όπου ξετυλίγεται
η υπόθεση. Ο συγγραφέας επιλέγει το Πόρτο Ράφτη και τη Λέρο, μέρη που γνωρίζει
πολύ καλά ο ίδιος, ώστε να κινείται με άνεση στις περιγραφές αλλά και να
αποκαλύπτει πληροφορίες άγνωστες στον περισσότερο κόσμο για συγκεκριμένες
τοποθεσίες, τοπωνύμια, λαογραφικά και ιστορικά στοιχεία. Κάντε ένα πείραμα:
όταν διαβάζετε μια ιστορία που η υπόθεσή της εκτυλίσσεται σε ένα συγκεκριμένο
μέρος, λ.χ. Λαμία, αντικαταστήστε το τοπωνύμιο με ένα άλλο, λ.χ. Τρίκαλα. Δεν
ξέρω αν σας έχει τύχει αυτό, να διαβάσετε βιβλία που αφορούν ένα μέρος αλλά
περνάνε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του στο ντούκου, και θα μπορούσαν κάλλιστα να
αφορούν κάποιο άλλο. Εδώ ο συγγραφέας περιγράφει λεπτομερώς τις τοποθεσίες –τις
παραλίες, τους κόλπους, έναν ιδιαίτερο σχηματισμό σ’ έναν βράχο–, και μας
ανοίγει την όρεξη να επισκεφθούμε τα εν λόγω μέρη. Εγώ, που δεν έχω καμία σχέση
ούτε με το Πόρτο Ράφτη ούτε με τη Λέρο, ένιωσα τη λαχτάρα να πάω – και μάλιστα
ξέρω και ποια βιβλία θα έχω μαζί μου, όταν πάω.
Δεύτερο
στοιχείο που πρέπει να αναφέρουμε για τα βιβλία του Κώστα, και ας πάμε τώρα
στον Κώδικα της Λέρου συγκεκριμένα, είναι τα ψήγματα πληροφοριών που δίνει για
να ξυπνήσει το ενδιαφέρον των μικρών αναγνωστών για μεγάλα θέματα. Λόγου χάρη
για το Παρθένι, στη σελ. 69: «Ήταν μια πολύ σκληρή και δύσκολη εποχή, αλλά είχε
και τις ομορφιές της· αυτά τα λίγα που κρατάνε κάποιον
δυνατό και ζωντανό μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Όπως ο γερανός, το πουλί με το
πάντα μετέωρο βήμα, που τους συντρόφευε κάθε πρωινό, όταν τους μάζευαν στο
προαύλιο του στρατοπέδου, δίπλα στη θάλασσα που έμοιαζε τόσο με λίμνη. Εκεί
τους κρατούσαν όρθιους με τις ώρες, τους μετρούσαν και τους ξαναμετρούσαν μόνο
και μόνο για να τους βασανίσουν. Το πουλί, ο γερανός, έμενε ακίνητο συχνά στο
ένα του πόδι σαν να ήθελε να τους δώσει κουράγιο. Ήταν ένα είδος σιωπηλής
συμπαράστασης». Κι άλλη μια παράγραφος, στην επόμενη σελίδα, για τις εκλογές
που είχαν κάνει μεταξύ τους οι κρατούμενοι της εξορίας. Δεν χρειάζονται περισσότερα
στοιχεία για το τι ήταν οι εξορίες, γιατί επιλέγονταν τα ξερονήσια, ποιοι
στέλνονταν εκεί, τι βασανιστήρια γίνονταν. Θα τα μάθουν κι αυτά σιγά σιγά. Εδώ
οι πληροφορίες είναι τόσο, όσο. Αν ο μικρός αναγνώστης ρωτήσει επιτόπου τους
δικούς του ή τους δασκάλους του ή ψάξει μόνος του, εντάξει. Αν πάλι το αφήσει
για το μέλλον, πάλι εντάξει. Θα έχει όμως ήδη ένα σημείο αναφοράς από την
ιστορία αυτή εδώ, του παππού Λευτέρη.
Αντιθέτως,
βέβαια, όσα ιστορικά στοιχεία πλέκονται με αυτή καθαυτή την υπόθεση είναι
πλούσια, φαίνεται ότι έχουν απαιτήσει ιδιαίτερη μελέτη κι έρευνα, και
παρουσιάζονται με εμπεριστατωμένο τρόπο και σταδιακά, για να μην κουράζουν τον
αναγνώστη, αλλά και για να χτίζεται κομμάτι κομμάτι η εξέλιξη της ιστορίας, για
τον Κώδικα της Λέρου.
Παράλληλα
όμως με την εξέλιξη της ιστορίας, ο συγγραφέας δίνει τροφή για σκέψη σχετικά με
την επικαιρότητα. Λέρος – επικαιρότητα, τι άλλο; Το προσφυγικό. Παρουσιάζει την
ιστορία του μικρού Ελίας και της οικογένειάς του –ιδιαίτερα συγκινητική η
στιγμή της επανένωσης– αλλά, κάτι που θεωρώ πολύ σημαντικό: επισημαίνει τη
σημασία των λέξεων που χρησιμοποιεί κανείς για να περιγράψει έναν πρόσφυγα ή
έναν μετανάστη, σελ.99: «Δεν μπορούσε όμως να σταματήσει να σκέφτεται μια λέξη
που τριγυρνούσε στο μυαλό του. Ήταν η λέξη “λαθρομετανάστες”, που τόσο εύκολα
εφημερίδες, κανάλια, πολιτικοί και απλοί άνθρωποι γύρω του την κολλούσαν σε
αυτούς τους κυνηγημένους ανθρώπους, τους πρόσφυγες. Κι αυτός ο ίδιος ένας
πρόσφυγας ήταν. Ένας μετανάστης. Αναγκασμένος να ζει μακριά από την πατρίδα και
τα παιδιά του, να χάνει τα καλύτερά τους χρόνια, γιατί κάποιοι τραπεζίτες έτσι
το είχαν αποφασίσει. Γιατί η χώρα του είχε γίνει μια “μητριά πατρίδα”, που
έλεγε κι ο αγαπημένος του ποιητής…» (Μιχάλης Γκανάς). Να επισημάνω εδώ ότι,
δυστυχώς, έχουμε ακούσει και εκπαιδευτικούς να χρησιμοποιούν τη λέξη αυτή, κάτι
που θεωρώ χειρότερο και από τους πολιτικούς και από τα κανάλια.
Στην
πλοκή δεν θα ήθελα να αναφερθώ εκτενέστερα, οι αναγνώστες θα ανακαλύψουν μαζί
με τους πρωταγωνιστές τα τι, πώς και γιατί του Κώδικα της Λέρου. Να πω μόνο ότι,
με όλο τον πλούτο των πληροφοριών που ανέφερα πιο πριν, είναι μια περιπέτεια
που δεν γράφτηκε απλώς και μόνο για να γραφτεί. Κι επειδή είναι ένα
βιβλίο-ύμνος στο νησί της Λέρου, θα ήθελα να κλείσω την παρουσίαση με λίγες
αράδες από τη σελ.117: «Κι όποιος βρεθεί σε αυτό τον τόπο τέτοια εποχή, όπως ο
Ιταλός ναύαρχος (αρχή φθινοπώρου, με τη θάλασσα ακίνητη γύρω του), τότε θα
ήθελε να μπορούσε να ζήσει εκεί για πάντα. Μόνο και μόνο γιατί στη ζωή υπάρχουν
τέτοιες στιγμές και τέτοιοι τόποι».