Πηγή: https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/12459-kanenas-goyroynakia
Η Άγκαθα Κρίστι (1890-1976) κατέχει τον τίτλο της δημοφιλέστερης συγγραφέως όλων των εποχών: οι πωλήσεις των βιβλίων της έχουν ξεπεράσει τα δύο δισεκατομμύρια αντίτυπα – τα μισά στα αγγλικά και τα υπόλοιπα σε πάνω από 100 άλλες γλώσσες. Είναι κυρίως γνωστή για τα αστυνομικά της έργα –66 μυθιστορήματα και 14 συλλογές διηγημάτων –, τα οποία οι Εκδόσεις Ψυχογιός ανέλαβαν να προσφέρουν στο αναγνωστικό κοινό σε νέες εκδόσεις και ήδη, από τον Δεκέμβριο του 2018, έχουν κυκλοφορήσει 19 αστυνομικά της έργα και η αυτοβιογραφία της.
Στο παρόν σημείωμα θα αναφερθούμε σε δύο βιβλία της που έχουν ξεχωρίσει για διαφορετικούς λόγους το καθένα. Το μυθιστόρημα Και δεν έμεινε κανένας είναι το μεγαλύτερο μπεστ σέλερ της αστυνομικής λογοτεχνίας διαχρονικά και, σε διεθνή ψηφοφορία που διεξήχθη το 2015 ανάμεσα σε λάτρεις των βιβλίων της σε πάνω από 100 χώρες, ψηφίστηκε ως το καλύτερο μυθιστόρημά της. Όσο για τα Πέντε μικρά γουρουνάκια, έχουν ξεχωρίσει για την πρωτοτυπία τους σε σχέση με το κλασικό αστυνομικό μυθιστόρημα, αποτελώντας μια σπουδή στη μνήμη και στη διαφορετική οπτική γωνία και προσέγγιση καθενός σε μια δεδομένη κατάσταση.
Στο μυθιστόρημα Και δεν έμεινε κανένας, δέκα άνθρωποι που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους και φαινομενικά δεν τους συνδέει τίποτα, πέρα από την πρόσκληση που έχουν λάβει –για εργασία ή διακοπές– απ’ τους μυστηριώδεις ιδιοκτήτες της Νήσου Σόλτζερ, βρίσκονται στο εν λόγω νησί απομονωμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο. Πρόκειται για τον πλούσιο νεαρό Άντονι Μάρστον, το ζεύγος Έθελ και Τόμας Ρότζερς, τον στρατηγό Τζον Μακάρθουρ, τη γεροντοκόρη Έμιλι Μπρεντ, τον δόκτορα Έντουαρντ Άρμστρονγκ, τον πρώην αστυνομικό Ουίλιαμ Μπλορ, τον τυχοδιώκτη Φίλιπ Λόμπαρντ, τη γυμνάστρια Βέρα Κλέιθορν και τον δικαστή Λόρενς Γουόργκρεϊβ.
Στο δωμάτιο καθενός από αυτούς υπάρχει κορνιζαρισμένο ένα παλιό, γνωστό παιδικό τραγουδάκι: «Δέκα μικροί στρατιώτες πήγαν να φάνε μια φορά,/ ο ένας τρώγοντας πνίγηκε και έμειναν εννιά./ Εννιά μικροί στρατιώτες ξενύχτι κάνανε γερό,/ ο ένας παρακοιμήθηκε και έμειναν οκτώ…» που είναι το πρώτο κλείσιμο του ματιού της Άγκαθα Κρίστι στον αναγνώστη, αλλά και του μυστηριώδους κυρίου Όουεν, ιδιοκτήτη της Νήσου Σόλτζερ (soldier = στρατιώτης) στα δέκα αυτά άτομα, που αρχίζουν ένα ένα να χάνουν τη ζωή τους με τους τρόπους που περιγράφονται στο τραγουδάκι. Ανυποψίαστοι όλοι αρχικά, σύντομα καταλαβαίνουν ότι είναι υποψήφια θύματα και αρχίζουν ν’ αναζητούν τον δολοφόνο ανάμεσά τους, δηλαδή γίνονται εξ ανάγκης και ντετέκτιβ, που μάλιστα πρέπει να κάνουν και κάποιες συμμαχίες μεταξύ τους, μη γνωρίζοντας αν συμμαχούν με τον δολοφόνο.
Εξαιρετική η σύλληψη, όπως και η πλοκή. Η ίδια η Άγκαθα Κρίστι σημειώνει για το βιβλίο της αυτό: «Το έγραψα γιατί ήταν τόσο δύσκολο, που έβρισκα συναρπαστική την ιδέα. Δέκα άτομα έπρεπε να πεθάνουν, χωρίς το εγχείρημα να γίνει γελοίο ή να είναι προφανές ποιος είναι ο δολοφόνος». Και, βέβαια, δεν είναι διόλου προφανές. Αναζητώντας τον δολοφόνο, ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να αναλογιστεί πόσο ορισμένες επιλογές του παρελθόντος –είτε πρόκειται για προμελετημένα εγκλήματα είτε για πράξεις εγκληματικής αμέλειας– βαραίνουν στο μέλλον αλλά, κυρίως, ποιος έχει το δικαίωμα να απονείμει δικαιοσύνη και με ποιους όρους. Διότι είναι ένας πέλεκυς που πέφτει βαρύς –κυριολεκτικά– στα κεφάλια όσων πατούν το πόδι τους στη Νήσο Σόλτζερ.
Κι αν στο Και δεν έμεινε κανένας θα μπορούσε κανείς να προσάψει στην Άγκαθα Κρίστι ότι έδωσε περισσότερο βάρος στην πλοκή παρά στην εμβάθυνση στους χαρακτήρες των ηρώων της, στα Πέντε μικρά γουρουνάκια η συγγραφέας διερευνά σε βαθμό άκρως ικανοποιητικό την ψυχολογία καθενός από τους πρωταγωνιστές της. Εδώ τη διαλεύκανση του εγκλήματος αναλαμβάνει ο πασίγνωστος Ηρακλής Πουαρό, ο οποίος όμως δεν εξιχνιάζει την υπόθεση με βάση τα στοιχεία, αφού το έγκλημα έχει γίνει πολλά χρόνια πριν, αλλά το ανασυνθέτει μελετώντας εξονυχιστικά τις μαρτυρίες των εμπλεκόμενων προσώπων. Το έγκλημα είναι η δολοφονία του ζωγράφου Άμιας Κρέιλ, τα εμπλεκόμενα πρόσωπα είναι η σύζυγός του, Κάρολαϊν Κρέιλ –η οποία και πέθανε στη φυλακή, καταδικασμένη γι’ αυτό–, η ερωμένη του, Έλσα Γκριρ, ο παιδικός του φίλος, Φίλιπ Μπλέικ, ο αδελφός του Φίλιπ, Μέρεντιθ Μπλέικ, η γκουβερνάντα Σεσίλια Ουίλιαμς και η Άντζελα Γουόρεν, ετεροθαλής αδελφή της Κάρολαϊν Κρέιλ.
Σε κάθε περίπτωση, είναι ένα πολύ έξυπνο μυθιστόρημα, που δεν χάνει την αξία του στο πέρασμα των χρόνων.
Χρόνια μετά τον φόνο, η κόρη του ζεύγους Κρέιλ, Κάρλα Λεμαρσάν, αναθέτει στον Ηρακλή Πουαρό να διαπιστώσει εάν η μητέρα της ήταν πράγματι υπεύθυνη για τη δολοφονία του πατέρα της ή όχι. Και πώς ο Πουαρό αναλαμβάνει μια τόσο δύσκολη υπόθεση; «Δεν την καταλαβαίνω αυτή την τρέλα!» του λέει ο συνταξιούχος πλέον αστυνομικός, που είχε αναλάβει παλιά την υπόθεση. «Δεν υπάρχει περίπτωση δύο άνθρωποι να θυμούνται ένα περιστατικό με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ειδικά έπειτα από τόσα χρόνια! Προβλέπω πως θα ακούσετε πέντε διαφορετικές εκδοχές πέντε διαφορετικών φόνων!» τον προειδοποιεί. «Σε αυτό ακριβώς βασίζομαι», απαντά ο Πουαρό (σελ.80). Κι όντως, αυτό ακριβώς συμβαίνει στην εξέλιξη της ιστορίας, όπου η Άγκαθα Κρίστι αποδεικνύει ότι «ο άνθρωπος βλέπει με το μυαλό του» (σελ.252), βλέπει δηλαδή ό,τι νομίζει ή ό,τι θέλει να δει.
Ο Ηρακλής Πουαρό δηλώνει απερίφραστα ότι «…φέρνω λιγάκι σε μάγο. Γνωρίζω πράγματα χωρίς να χρειαστεί να μου τα πει κανείς» (σελ.254) και ότι «…Οι επιτυχίες μου, επιτρέψτε μου να σας πω, βασίζονται στην ψυχολογία… στο διαχρονικό γιατί της ανθρώπινης συμπεριφοράς» (σελ.83). Και πράγματι, η Άγκαθα Κρίστι επιδεικνύει τις πλούσιες γνώσεις της στην ψυχολογία σε ό,τι αφορά την εφηβική ηλικία, με αφορμή την έφηβη –την εποχή του εγκλήματος– Άντζελα Γουόρεν: «…Αναπόφευκτα έρχεται η στιγμή που ένα κορίτσι αισθάνεται ανασφάλεια για τον εαυτό του… δεν είναι ούτε παιδί ούτε γυναίκα. Τη μια στιγμή η Άντζελα ήταν φρόνιμη και ώριμη… σωστή γυναίκα, πραγματικά… και την επομένη εκδήλωνε μια εντελώς παιδιάστικη συμπεριφορά, σκάρωνε κακόγουστα αστεία, μιλούσε απότομα, έχανε την υπομονή της. Τα κορίτσια, ξέρετε, σου βγάζουν μια δυσκολία σε αυτή την ηλικία […] Ό,τι και να τους πεις, αντιδρούν. Εκνευρίζονται όταν τα αντιμετωπίζεις σαν παιδιά και ξαφνικά ντρέπονται αν επιχειρήσεις να τα αντιμετωπίσεις ως ενηλίκους» (σελ.150). Εμβάθυνση που την παρατηρούμε και στη σχέση του ζεύγους Κρέιλ: «…Ενίοτε συναντά κανείς περιπτώσεις ανδρόγυνων όπου οι σύζυγοι είναι τόσο απόλυτα επαρκείς ο ένας για τον άλλον, είναι τόσο εγκλωβισμένοι στη σχέση τους, ώστε το παιδί που προκύπτει από τον γάμο μετά βίας φαντάζει πραγματικό, είτε για εκείνη είτε για εκείνον» (σελ.148), αλλά και στην ερωτική απόρριψη όπως τη βιώνουν εκπρόσωποι και των δύο φύλων, σε διάφορες ηλικιακές κατηγορίες.
Οι ιδιαίτερα προσεκτικοί αναγνώστες, κι ακόμα περισσότερο οι λάτρεις των αστυνομικών μυθιστορημάτων, ίσως οδηγηθούν στη λύση του μυστηρίου παράλληλα με τον Ηρακλή Πουαρό. Σε κάθε περίπτωση, είναι ένα πολύ έξυπνο μυθιστόρημα, που δεν χάνει την αξία του στο πέρασμα των χρόνων. Η μετάφραση του Χρήστου Καψάλη σε αυτό, όσο και του Γιώργου Μπαρουξή στο
Και δεν έμεινε κανένας, επιτείνουν την αναγνωστική απόλαυση. Τα συνιστούμε ολόθερμα και τα δύο!