Σελίδες

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2023

Pierre Lemaitre: «Φίδι με κεφαλαία» της Ράνιας Μπουμπουρή

 

Στην Ελλάδα τον γνωρίσαμε με το εξαιρετικό μυθιστόρημα Καλή αντάμωση εκεί ψηλά (Βραβείο Γκονκούρ 2013 / μτφρ. Έφη Κορομηλά, Μίνωας 2014), πρώτο μέρος της τριλογίας «Τα παιδιά της καταστροφής» (ακολούθησαν Τα χρώματα της πυρκαγιάς, μτφρ. Έφη Κορομηλά, Μίνωας 2019, και Ο καθρέφτης των δεινών μας, μτφρ. Έφη Κορομηλά, Μίνωας 2021), αλλά τον εκτιμήσαμε ιδιαίτερα και για τα αστυνομικά μυθιστορήματά του: Αλέξ (μτφρ. Κλαιρ Νεβέ, Μίνωας 2015), Τρεις μέρες, μια ζωή (μτφρ. Κλαιρ Νεβέ, Μίνωας 2016), Ανν (μτφρ. Κλαιρ Νεβέ, Μίνωας 2017), Ιρέν (μτφρ. Κλαιρ Νεβέ, Μίνωας 2018), τα οποία άλλωστε τον έχουν κατατάξει ανάμεσα στους καταξιωμένους Γάλλους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας, με πολλές διακρίσεις και υψηλές πωλήσεις στις πολλές γλώσσες όπου έχει μεταφραστεί.   

Ο Πιερ Λεμέτρ γεννήθηκε στο Παρίσι το 1951 και για πολλά χρόνια δίδαξε λογοτεχνία σε βιβλιοθηκονόμους, προτού αποφασίσει να στραφεί στη συγγραφή κάνοντας την αρχή με αστυνομικά μυθιστορήματα, από τα οποία απομακρύνθηκε με την τριλογία «Τα παιδιά της καταστροφής». Ο ίδιος εξομολογείται στο προλογικό σημείωμα του τελευταίου βιβλίου του, Φίδι με κεφαλαία: «Συχνά αναγνώστες με ρωτούν αν θα επιστρέψω μια μέρα στο αστυνομικό, στο νουάρ μυθιστόρημα. Συνήθως απαντώ ότι είναι μάλλον απίθανο, πράγμα που σημαίνει ότι είμαι απολύτως σίγουρος πως όχι. Αυτό που μου αφήνει μια δυσάρεστη αίσθηση είναι πως έφυγα χωρίς προειδοποίηση. Πως εντέλει δεν αποχαιρέτησα κανέναν, πράγμα που δεν είναι στον τύπο μου. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι άφησα το νουάρ μυθιστόρημα χωρίς να το θέλω. Το Καλή αντάμωση εκεί ψηλά  δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ιστορικό αστυνομικό μυθιστόρημα που καθ’ οδόν άλλαξε πορεία […]». Και μας εξηγεί πώς έβγαλε από το συρτάρι το πρώτο αστυνομικό μυθιστόρημα που έγραψε, το Φίδι με κεφαλαία, το μακρινό 1985, το οποίο δεν είχε στείλει ποτέ σε εκδότη, και πώς ξαφνιάστηκε βρίσκοντας σε αυτό θέματα, τόπους και είδη χαρακτήρων που ανέπτυξε στα κατοπινά έργα του. Χωρίς να επέμβει στη δομή, αλλά με διορθώσεις σε σημεία που θεώρησε ότι δυσκόλευαν την κατανόηση, ο Πιερ Λεμέτρ μάς παρουσιάζει το πρώτο –και τελευταίο, κατά τα φαινόμενα– αστυνομικό του έργο, σημειώνοντας: «Το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι συχνά κυκλικό: μια αφηγηματική σπείρα που τα δυο της άκρα αγγίζονται. Γι’ αυτό μου φάνηκε αρκετά λογικό, το τελευταίο μου δημοσιευμένο αστυνομικό μυθιστόρημα να είναι ακριβώς… το πρώτο που έγραψα». 

Ένα έργο που, αν όντως αποδειχτεί το τελευταίο αστυνομικό στη σταδιοδρομία του, του δίνει την ευκαιρία να αποχαιρετήσει τον χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας με το κεφάλι ψηλά.

Πρωταγωνίστρια του βιβλίου μια πληρωμένη δολοφόνος, η Ματίλντ. Είναι αποτελεσματική, ακριβής, ανελέητη και… 63 ετών! Γεματούλα, κοντούλα, κυριούλα, χήρα γιατρού, δεν κινεί σε κανέναν υποψίες για τη διπλή ζωή της – πόσο μάλλον που είναι και μια αναγνωρισμένη αγωνίστρια της Γαλλικής Αντίστασης από τα χρόνια της πρώτης της νεότητας. Δεινόν το γήρας, όμως, ου γαρ έρχεται μόνον. Η Ματίλντ έχει αρχίσει να ξεχνάει: δεν ξεφορτώνεται τα όπλα στον Σηκουάνα, όπως έχει δεσμευτεί στον ανώτερό της, μόνο τα κρατάει στο σπίτι της, σε κουτιά παπουτσιών και συρτάρια. Δεν καταστρέφει τα χαρτάκια με το ονοματεπώνυμο του στόχου, μόνο τα παραπετάει εδώ κι εκεί. Δεν βεβαιώνεται πια για τον στόχο της, μόνο εκτελεί χωρίς χρονοτριβή – κι όποιον πάρει ο χάρος, κυριολεκτικά.

Απ’ τη μια, λοιπόν, η εγκληματίας. Κι από την άλλη ο νόμος, στο πρόσωπο του επιθεωρητή Ρενέ Βασίλιεφ. Από μητέρα Γαλλίδα και πατέρα Ρώσο, ο ψηλόλιγνος 35άρης αξιωματικός είναι άνθρωπος μάλλον εκκεντρικός – και πολύ διαφορετικός από τον εκκεντρικό και βραχύσωμο αξιωματικό Καμίγ Βεροβέν, που γνωρίσαμε σε άλλα αστυνομικά μυθιστορήματα του Λεμέτρ. Αυτός, κάτω από την πίεση ενός κομπλεξικού και ανεπαρκούς προϊσταμένου, καλείται να βρει τον συνδετικό ιστό ανάμεσα σε δολοφονίες φαινομενικά ασύνδετες μεταξύ τους. Ώσπου η Ματίλντ κάνει το λάθος να χρησιμοποιήσει το ίδιο όπλο δεύτερη φορά και ο Βασίλιεφ ρίχνεται στην καταδίωξη του «μεγάλου φιδιού», του δολοφόνου που εκτελεί με τόση αγριότητα τα θύματά του…

Η δράση είναι καταιγιστική και ο ρυθμός μάλλον νοσταλγικός, δεδομένου μάλιστα ότι απουσιάζει η υψηλή τεχνολογία του 21ου αιώνα: δεν υπάρχουν κινητά τηλέφωνα αλλά τηλεφωνικοί θάλαμοι, δεν υπάρχουν GPS αλλά οδικοί χάρτες, δεν υπάρχουν ψηφιακά αρχεία αλλά τυπωμένοι φάκελοι, δεν υπάρχουν ηλεκτρονικά ίχνη αγοράς των όπλων ή DNA των θυμάτων και των θυτών, δεν υπάρχουν email αλλά γράμματα και κάρτες με το συμβατικό ταχυδρομείο, δεν υπάρχουν μέσα κοινωνικής δικτύωσης και διαδίκτυο, αλλά τον κύριο ρόλο στην ενημέρωση παίζουν οι εφημερίδες, η τηλεόραση και το ραδιόφωνο…

Ο Λεμέτρ παρουσιάζει και στο βιβλίο του αυτό μια αξιοσημείωτη ισορροπία ανάμεσα στην εξέλιξη της υπόθεσης και στην εμβάθυνση στους χαρακτήρες, δίνοντας μια ιστορία ολοκληρωμένη και ξεχωριστή. Άλλο κοινό γνώρισμα με τα μετέπειτα –χρονικά– αλλά προηγούμενα –βάσει έκδοσης– βιβλία του είναι ότι ούτε εδώ λυπάται τους χαρακτήρες που δημιουργεί· απεναντίας, τους φέρεται με σκληρότητα, ακόμα και με αδιαφορία, όπως συχνά φέρεται και η ίδια η ζωή. Με την κατάλληλη δόση χιούμορ και ανατροπών, καταφέρνει να παρουσιάσει ένα μυθιστόρημα που μας κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι την τελευταία σελίδα, ένα βιβλίο που δίνει την αρμόζουσα σημασία στους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας, τέλος, ένα έργο που, αν όντως αποδειχτεί το τελευταίο αστυνομικό στη σταδιοδρομία του, του δίνει την ευκαιρία να αποχαιρετήσει τον χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας με το κεφάλι ψηλά. Όσο για τη μετάφραση της Κλαιρ Νεβέ, θαυμάσια και πάλι.


Φίδι με κεφαλαία
Πιερ Λεμέτρ
μετάφραση: Κλαιρ Νεβέ
Μίνωας
σ. 336
ISBN: 978-618-02-2025-4
Τιμή: 16,60€

Πηγή: https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/19605-lemaitre-kefalaia

«5+1 συγγραφείς παιδικής-νεανικής λογοτεχνίας συστήνουν την Τζέιν Όστεν στα παιδιά» της Ράνιας Μπουμπουρή

 

Τι έχουν να μας πουν τα βιβλία της Τζέιν Όστεν σήμερα; Κατά τη γνώμη μου, πολλά. Κι αυτό διότι, όπως κάθε έργο που ο χρόνος το καθιστά κλασικό, μιλούν για τον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης με τρόπο διεισδυτικό, ξεκάθαρο, αποκαλυπτικό – στην περίπτωσή της, και αστείο. Με μια λέξη, απολαυστικό. Διόλου παράξενο, λοιπόν, που εδώ και δύο αιώνες η Τζέιν Όστεν έχει φανατικό αναγνωστικό κοινό παγκοσμίως – μάλιστα, από τα τέλη του 19ου αιώνα χρησιμοποιείται ο όρος Janeitism («τζεϊνιτισμός», θα λέγαμε), για τη λατρεία στο έργο της, και Janeites για τους φανατικούς αναγνώστες και τις φανατικές αναγνώστριές της (πρβλ. το διήγημα «The Janeites» του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, σχετικά με μια μυστική λέσχη στρατιωτών φανατικών αναγνωστών της στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο).

Προκειμένου τα βιβλία της να γίνουν γνωστά και στα παιδιά, τα οποία πολλές φορές αποθαρρύνονται από τα πολυσέλιδα βιβλία, πολλοί εκδοτικοί οίκοι προχωρούν σε διασκευές τους. Έξι συγγραφείς παιδικής-νεανικής λογοτεχνίας, πέντε γυναίκες και ένας άντρας, ανέλαβαν πρόσφατα να διασκευάσουν για παιδιά περίπου 10+ ετών τα έξι μυθιστορήματά της: Περηφάνια και προκατάληψη, Έμμα, Πειθώ, Λογική και ευαισθησία, Μάνσφιλντ Παρκ και Το αβαείο του Νορθάνγκερ. Ας δούμε κάποια σχόλιά τους.

Η Κάθριν Γούντφαϊν, που διασκεύασε την Περηφάνια και προκατάληψη, θυμάται: «Ήμουν δώδεκα ετών όταν ανακάλυψα την Τζέιν Όστεν. Εκείνη τη χρονιά, τα καλύτερα χριστουγεννιάτικα δώρα που έλαβα ήταν ένα σκληρόδετο αντίτυπο του μυθιστορήματος Περηφάνια και προκατάληψη και μια βιντεοκασέτα της αντίστοιχης σειράς του BBC, όπου πρωταγωνιστούν η Τζένιφερ Ίλι και ο Κόλιν Φερθ […] Η φίλη μου η Φελίσιτι κι εγώ είχαμε ξετρελαθεί με την ιστορία των αδελφών Μπένετ. Λατρεύαμε τους ολοζώντανους χαρακτήρες της Όστεν (τον κακεντρεχή Γουίκαμ, τον απαίσιο κύριο Κόλινς και την ψηλομύτα λαίδη Κάθριν ντε Μπεργκ), τον λαμπρό κόσμο της αντιβασιλείας, με τους χορούς και τις εξοχικές κατοικίες, και ιδίως το ειδύλλιο ανάμεσα στην Ελίζαμπεθ και τον Ντάρσι. Πάντα λέγαμε η μια στην άλλη τις αγαπημένες μας ατάκες: “Έτσι θα κηλιδωθεί λοιπόν η παράδοση του Πέμπερλι…” “Εσύ, στο Μπράιτον; Δε θα σου είχα εμπιστοσύνη να πας ούτε μέχρι το Ίστμπουρν!”. Μάλιστα, γράφαμε η μια στην άλλη μακροσκελή γράμματα σάμπως να ήμασταν η Ελίζαμπεθ και η Τζέιν…».

Η Κέιτι Μπέρτσιλ, που διασκεύασε την Έμμα, σημειώνει: «Το θέμα είναι πως όλος ο κόσμος ξέρει ότι η Τζέιν Όστεν ήταν πολύ έξυπνη, πολύ αστεία και πολύ ταλαντούχα, αλλά μερικές φορές δε δίνεται ιδιαίτερη σημασία στο ότι ήταν και πολύ γενναία. Στην εποχή της, οι γυναίκες δεν είχαν καθόλου δύναμη. Οι κοινωνικές απαιτήσεις για τις γυναίκες ήταν να είναι όμορφες, να καλοπαντρεύονται και να μην κάνουν και πολλά άλλα πράγματα. Δεν έπρεπε να σπουδάζουν. Δεν έπρεπε να έχουν προσωπική άποψη, να ασχολούνται με την πολιτική ή να διαβάζουν βιβλία. Και ασφαλώς δεν έπρεπε να χασομεράνε γράφοντας μυθιστορήματα. Η Τζέιν όμως δεν άφησε όλα αυτά τα “δεν πρέπει” να τη σταματήσουν. Δεν ήταν εύκολο, όμως με πολλή αποφασιστικότητα και σκληρή δουλειά κατάφερε να δει τα βιβλία της να εκδίδονται. Αυτό ήθελε κότσια. Πλέον συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πιο διάσημες και σημαντικές συγγραφικές πένες όλων των εποχών».

Η Ναρίντερ Ντάμι, που διασκεύασε την Πειθώ, λέει: «Εκ πρώτης όψεως, η Τζέιν Όστεν κι εγώ δεν έχουμε τίποτα κοινό, εκτός από το ότι είμαστε και οι δύο συγγραφείς. Εγώ είμαι μια συνηθισμένη κοπέλα, από μια συνηθισμένη οικογένεια, ο μπαμπάς μου ήταν οδηγός λεωφορείου και είμαι μιγάδα. […] Γιατί, λοιπόν, όταν διάβασα το πρώτο μυθιστόρημα της Τζέιν Όστεν στα δεκατέσσερά μου χρόνια, έγινε η αγαπημένη μου συγγραφέας; Γιατί ένιωσα τέτοια σύνδεση με την Τζέιν, γιατί ένιωσα ότι με αφορούν τα βιβλία της; Νομίζω, διότι η Τζέιν Όστεν ήταν επαναστάτρια. Έκανε ό,τι δεν έπρεπε να κάνει μια γυναίκα στην εποχή της και παραβίασε όλους τους κανόνες: εργάστηκε ως συγγραφέας, έβγαλε χρήματα από την εργασία της, δε χρειαζόταν δηλαδή σύζυγο να τη συντηρεί, και δημιούργησε ορισμένα από τα καλύτερα βιβλία που έχουν γραφτεί ποτέ. Γι’ αυτό αγαπώ τόσο πολύ την Τζέιν Όστεν».

Όλος ο κόσμος ξέρει ότι η Τζέιν Όστεν ήταν πολύ έξυπνη, πολύ αστεία και πολύ ταλαντούχα, αλλά μερικές φορές δε δίνεται ιδιαίτερη σημασία στο ότι ήταν και πολύ γενναία.

Η Τζοάνα Νέιντιν, που διασκεύασε τη Λογική και ευαισθησία, δηλώνει: «…Ούτε καν οι ικεσίες της γιαγιάς μου, όταν ήμουν μια βιβλιοφάγος δεκατριών ετών, να δώσω μια ευκαιρία στα μυθιστορήματα της Τζέιν Όστεν επειδή “είναι φεμινιστικά, είναι αστεία” δεν κατάφεραν να με πείσουν ν’ αφήσω στην άκρη τα αγαπημένα μου μυθιστορήματα με άλογα και πόνι, για να μπω σε σελίδες γεμάτες μέλη των οικογενειών Μπένετ, Έλιοτ και Ντάσγουντ. “Είναι πολύ παλιομοδίτικα” είμαι σίγουρη ότι παραπονιόμουν. Είναι πολύ ξενέρωτα, είμαι σίγουρη ότι σκεφτόμουν. Λοιπόν, ίσως μου πήρε πάνω από τρεις δεκαετίες, πάντως έχω πλέον συνειδητοποιήσει την ανοησία της δικής μου περηφάνιας και προκατάληψης κι έχω πάρει πίσω όλα αυτά που τόσο ασυλλόγιστα έλεγα, διότι η Όστεν παραμένει μοντέρνα και επίκαιρη, είναι αστεία και, ναι, φεμινίστρια».

H Αΐσα Μάλικ, που διασκεύασε το Μάνσφιλντ Παρκ, λέει: «Για μένα, η Όστεν είναι σύγχρονη και διαχρονική· ένα βάλσαμο για την ψυχή μου· έμπνευση για ν’ αντιμετωπίζω δύσκολα θέματα με ανάλαφρη διάθεση. Γι’ αυτό κι αναρωτιέμαι συχνά: Τι θα έκανε η Όστεν σε μια αντίστοιχη κατάσταση; Και ξέρω, κάθε φορά, την απάντηση: Θα τη διακωμωδούσε».

Ο άντρας της συντροφιάς, ο Στίβεν Μπάτλερ, που διασκεύασε Το αβαείο του Νορθάνγκερ, υπογραμμίζει: «…λάτρεψα το παιχνιδιάρικο, σκανταλιάρικο στοιχείο που υπάρχει εδώ. Ίσως διαφωνήσετε, θεωρώ όμως ότι ενώ ως βιβλίο το Αβαείο του Νορθάνγκερ παριστάνει πως αναφέρεται στη σημασία τού ν’ ακολουθούμε τους κανόνες, η –κρυφή– πραγματικότητα είναι πως αναφέρεται στη σημασία τού να τους παραβαίνουμε. Υπάρχει λόγος που η τελευταία λέξη του βιβλίου είναι η “ανυπακοή” – κι αυτό το βρίσκω θαυμάσιο. Νιώθω ανόητος που δεν είχα διαβάσει βιβλία της Τζέιν Όστεν νωρίτερα στη ζωή μου. Θα μου άρεσε να βουτήξω στις ιστορίες αυτές από μικρός και να τις κουβαλώ μεγαλώνοντας, μόνο που δεν το ήξερα τότε…»

Οι παραπάνω διασκευές κυκλοφορούν στη σειρά «Η υπέροχη Όστεν» των Εκδόσεων Μίνωας, με εικονογράφηση της Γαλλίδας Εγκλαντίν Κελμάνς, η οποία ως λάτρις της Τζέιν Όστεν σημειώνει: «Ανακάλυψα την πένα της με το μυθιστόρημα Περηφάνια και προκατάληψη ένα ηλιόλουστο καλοκαίρι κι έχω ωραιότατες αναμνήσεις από τις ώρες που πέρασα διαβάζοντάς το στον κήπο, κάτω από την κλαίουσα ιτιά της γιαγιάς μου. […] Η Τζέιν Όστεν είναι μια συγγραφέας που κατάφερε ν’ απεικονίσει την Αγγλία του δέκατου ένατου αιώνα με εκπληκτικά μοντέρνο τρόπο. Αμφισβήτησε την ηθική αξία των ονομαζόμενων “ευκατάστατων” ατόμων και κατάφερε να γράψει μ’ εξυπνάδα, αιχμηρή ματιά και ανεξάρτητο πνεύμα σε μια εποχή κατά την οποία οι γυναίκες θεωρούνταν μηδενικά, εάν δεν ήταν παντρεμένες…».

Ευχής έργον –για όλα τα κλασικά λογοτεχνικά έργα, και όχι μόνο για τα βιβλία της Τζέιν Όστεν– είναι η κάθε διασκευή τους να φέρνει τα παιδιά ένα βήμα πιο κοντά στις πλήρεις εκδόσεις τους, ξυπνώντας τους τη λαχτάρα να βουτήξουν στον κόσμο αυτών των αριστουργημάτων χωρίς περικοπές.

Πηγή: https://diastixo.gr/epikaira/apopseis/19109-siggrafeis-paidikis-logotexnias