Update: ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΦΟΡΕΩΝ ΒΙΒΛΙΟΥ - ΑΠΑΝΤΗΣΗ
ΣΤΟΝ ΣΕΑΒ
Δεν προκαλεί έκπληξη η επιστολή
που στάλθηκε στον πρωθυπουργό και υπογράφεται από την πρόεδρο του Συνδέσμου
Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, τον διευθυντή της Εθνικής Βιβλιοθήκης, την πρόεδρο των
Ελλήνων Βιβλιοθηκονόμων και Επιστημόνων Πληροφόρησης και τον πρόεδρο του
Γενικού Συμβουλίου Βιβλιοθηκών. Η νοοτροπία είναι γνωστή: το βιβλίο, το
περιοδικό ή η εφημερίδα θεωρούνται από τους συντάκτες της λίγο πολύ αυτόνομα
αντικείμενα. Δεν είναι προϊόντα πνευματικής εργασίας που η εκμετάλλευσή της
συνεπάγεται ότι πρέπει να αμείβεται, όπως άλλωστε κάθε μορφή εργασίας.
Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή ό,τι
αναπαράγεται είναι σαν να μην έχει καν παραχθεί. Δεν ανήκει σ’ εκείνον που το
έχει παραγάγει αλλά σ’ αυτόν που το χρησιμοποιεί. Τουτέστιν ο καθηγητής που
διδάσκει ένα κείμενο πρέπει – και σωστά – να αμείβεται αλλά εκείνος που έχει
παραγάγει το πρωτογενές υλικό δεν πρέπει να διεκδικεί το παραμικρό για το έργο
που έχει προσφέρει.
Είναι μια αντίληψη πρωτοφανής για
τα ευρωπαϊκά δεδομένα και για τα ισχύοντα στην πλειονότητα των χωρών
παγκοσμίως. Ο συγγραφέας σύμφωνα με την αντίληψη αυτή δεν έχει το δικαίωμα να
διεκδικήσει αμοιβή από το προϊόν της εργασίας του, που συνιστά περιουσιακό του
στοιχείο, και ο εκδότης του δεν θα πρέπει να αποζημιώνεται για την απώλεια των
πωλήσεων που συνεπάγεται η αναπαραγωγή ενός κειμένου ή βιβλίου, για την
παραγωγή του οποίου έχει καταβάλει ένα σεβαστό ποσόν.
Προκαλεί όμως έκπληξη το γεγονός
ότι οι συντάκτες της επιστολής αγνοούν πως τα πνευματικά δικαιώματα συνιστούν
μείζον πολιτιστικό και κοινωνικό αγαθό, ότι προστατεύονται από τη Συνθήκη της
Βέρνης που την έχει υπογράψει και η Ελλάδα, ότι είναι το κύριο όπλο στον αγώνα
για την καταπολέμηση της πειρατείας κι ότι διασφαλίζουν όχι μόνο το υλικό αλλά
και το ηθικό δικαίωμα του δημιουργού, δηλαδή το δικαίωμα της ταυτότητας και της
πατρότητας του έργου, αυτό που διεθνώς αποκαλείται copyright. Και τα πνευματικά
δικαιώματα δεν αφορούν μόνο την παραγωγή αλλά και την αναπαραγωγή των έργων.
Στην επιστολή αναφέρονται και
κάποια νούμερα, όπως λ.χ. τα ποσά που δαπάνησε η Πολιτεία για την αγορά βιβλίων
– για να αποδειχθεί άραγε τι; Ότι οι βιβλιοθήκες της χώρας μας δαπανούν
τεράστια ποσά εν μέσω κρίσης; Οι συντάκτες της επιστολής γνωρίζουν άραγε τα
ποσά που δαπανούν στην Ευρώπη χώρες με χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα; Και τι
σχέση έχει αυτό με τον δανεισμό και την αναπαραγωγή;
Διδασκαλία χωρίς αντικείμενο
διδασκαλίας δεν υπάρχει φυσικά. Κατά ποια λογική λοιπόν θα πρέπει να πληρώνεται
ο διδάσκων ή ο βιβλιοθηκονόμος και όχι αυτός που του προσφέρει το υλικό της
εργασίας του; Ή μήπως το υλικό αυτό περιορίζεται στο αντικείμενο και όχι στο
περιεχόμενο; Τι είναι δηλαδή ο
συγγραφέας ενός βιβλίου; Ένα όνομα απλώς ή ένα βιογραφικό σημείωμα;
Κανείς δεν αρνείται τις
εξαιρέσεις που συνεπάγεται για τα πνευματικά δικαιώματα το διδακτικό έργο. Αυτό
όμως αφορά τη διδασκαλία και όχι την αναπαραγωγή. Οι συντάκτες της επιστολής
λένε επ’ αυτού πράγματα παντελώς ανυπόστατα, όπως για παράδειγμα ότι θέλουν να
διδάσκουν, να ερευνούν και να εξετάζουν τους φοιτητές τους χωρίς να φοβούνται
τις μηνύσεις των εκδοτών, λες και οι εκδότες τους εμποδίζουν να τα κάνουν όλα
αυτά. Και βέβαια κανείς δεν τους απειλεί με μηνύσεις. Αγγίζει τα όρια της
συκοφαντίας αφού ποτέ συγγραφέας ή εκδότης ή οργανισμός που τους εκπροσωπεί δεν
στράφηκε δικαστικά κατά βιβλιοθήκης.
Αντιθέτως ο ΟΣΔΕΛ που
διαχειρίζεται τα δικαιώματα συγγραφέων και εκδοτών έχει στείλει δεκάδες
προσκλήσεις προς τον ΣΕΑΒ, προς την Ένωση Βιβλιοθηκονόμων, προς την Εθνική
Βιβλιοθήκη, προς το Υπουργείο Παιδείας ζητώντας διάλογο για την επίλυση των
θεμάτων, χωρίς ποτέ να υπάρξει ουσιαστική ανταπόκριση.
Αυτό που ζητούμε είναι να
σέβονται οι πάντες τους νόμους και οι νόμοι να είναι δίκαιοι για όλους. Κι όπως
προστατεύεται και αμείβεται η διδασκαλία έτσι να προστατεύονται και να
αμείβονται οι δημιουργοί (συγγραφείς) και όσοι επενδύουν στο δημιούργημα
(εκδότες).
Γνωρίζουν βεβαίως οι συντάκτες
της επιστολής ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια παραβιάζουν επί χρόνια κατάφωρα τους
νόμους της Πολιτείας αρνούμενα να προχωρήσουν στις αυτονόητες αδειοδοτήσεις και
τα προβλεπόμενα από τον νόμο ποσά. Τώρα ζητούν να αλλάξει ένας νόμος που τα
πανεπιστήμια ουδέποτε τήρησαν. Αυτό κι αν είναι πρωτοτυπία.
Λένε οι συντάκτες ότι θέλουν να
χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο για να «κάνουν τη δουλειά τους χωρίς να
αναρωτιούνται συνεχώς αν αυτό είναι νόμιμο ή όχι». Δεν τους απασχολεί καν το
μείζον θέμα της πειρατείας που οργιάζει στο Διαδίκτυο, του σφετερισμού της
πνευματικής ιδιοκτησίας και της λογοκλοπής που έχουν πάρει διαστάσεις επιδημίας.
Θέλουν οι υπογράφοντες «να
συνεχίσουν να παράγουν γνώση». Κανείς σώφρων άνθρωπος θα είχε αντίρρηση φυσικά.
Αυτό όμως που θεωρούν – και σωστά – ως γνώση προϋποθέτει τη γνώση που έχουν
δημιουργήσει και κάποιοι άλλοι, την αμοιβή της οποίας οι συντάκτες της
επιστολής θεωρούν εμπόδιο στο έργο τους.
Αναρωτιόμαστε σε τι τους αφορά το
θέμα της αμοιβής από την αναπαραγωγή ή τον δημόσιο δανεισμό και για ποιον λόγο
παρεμβαίνουν. Ως γνωστόν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα είναι κρατικά, όπως και η
μεγάλη πλειονότητα των βιβλιοθηκών. Επομένως είναι ζήτημα της Πολιτείας το θέμα
των σχετικών αμοιβών. Οι ίδιοι αμείβονται για το έργο που προσφέρουν. Δεν
μπορούν όμως να ζητούν να μην αμείβονται όσοι άλλοι δημιουργούν και παράγουν
ένα έργο που εκείνοι αναπαράγουν, για οιονδήποτε λόγο και με οποιοδήποτε
πρόσχημα.
Θυμίζουμε στους συντάκτες της
παραπάνω επιστολής πως δύο είναι κυριότεροι πυλώνες του πολιτισμού: το κτίσμα
και το κείμενο. Και το κείμενο έχει πατρότητα και ταυτότητα – άρα και όλα τα
δικαιώματα, ηθικά και υλικά που προκύπτουν από αυτό. Αυτά θα έπρεπε να θεωρούνται
αυτονόητα σε κάθε πολιτισμένη – και ιδιαίτερα ευρωπαϊκή – χώρα.
Αξιότιμε κ. Πρωθυπουργέ,
Οι συγγραφείς και εκδότες
απευθύνουμε έκκληση και σας ζητάμε το στοιχειώδες και αυτονόητο: Να μην
προχωρήσει η Κυβέρνησή σας σε αιφνιδιαστική νομοθέτηση καταστρεπτικών για τον
κλάδο του Βιβλίου διατάξεων, χωρίς προηγουμένως να μας δοθεί η δυνατότητα να
διατυπώσουμε καν τις απόψεις μας, χωρίς καμία διαβούλευση, αντιθέτως να
μεσολαβήσετε για να γίνει ουσιαστικός διάλογος για την βέλτιστη επίλυση των
κρίσιμων θεμάτων.
Θεσσαλονίκη, 11 Ιουλίου 2017
Αξιότιμε κ. Πρωθυπουργέ,
Η επιστολή μας υπογράφεται από το Σύνδεσμο Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών (ΣΕΑΒ), την
Ένωση Ελλήνων Βιβλιοθηκονόμων και Επιστημόνων Πληροφόρησης (ΕΕΒΕΠ), το Γενικό Συμβούλιο
Βιβλιοθηκών (ΓΣΒ), την Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος (ΕΒΕ) και προσυπογράφεται από το σύνολο
σχεδόν των ακαδημαϊκών δασκάλων και φοιτητών της χώρας.
Ταυτόχρονα, πιστεύουμε ότι μιλάμε εξ ονόματος όλης της νέας γενιάς των δημιουργών που έχουν
ανάγκη να έχουν πρόσβαση στη γνώση μέσα από τις νέες τεχνολογίες, νόμιμα και με σεβασμό στα
δικαιώματα των δικαιούχων και των δημιουργών.
Σε πείσμα μιας κρίσης που πλησιάζει σε διάρκεια τη δεκαετία, οι Έλληνες ακαδημαϊκοί συνεχίζουν
να βρίσκονται στην κορυφή της ερευνητικής παραγωγής στην Ευρώπη. Κι αυτό ενώ η
χρηματοδότηση των πανεπιστημίων έχει μειωθεί σημαντικά κι ενώ τα χρήματα που δίδονται για τη
λειτουργία των ελληνικών ακαδημαϊκών και δημοσίων βιβλιοθηκών βαίνουν διαρκώς μειούμενα.
Στη δύσκολη αυτή συγκυρία, τα ακαδημαϊκά ιδρύματα και οι δημόσιες βιβλιοθήκες στηρίζουν την
εκδοτική δραστηριότητα στην Ελλάδα, όντας οι μεγαλύτεροι αγοραστές βιβλίων και περιοδικών στη
χώρα. Μόνο τα χρόνια της κρίσης, από το 2010 που έχουμε στοιχεία και μέχρι σήμερα, οι βιβλιοθήκες
και τα ακαδημαϊκά ιδρύματα έχουν πληρώσει 104 εκατομμύρια σε περιοδικά και 370 εκατομμύρια σε
βιβλία.
Αλλά αυτό δε φαίνεται να είναι αρκετό για τους εκδότες.
Εκμεταλλευόμενοι το κενό στην εθνική μας νομοθεσία, που δεν έκανε μέχρι τώρα χρήση της
δυνατότητας που παρέχει ο κοινοτικός νομοθέτης να εισαχθούν εξαιρέσεις από τα δικαιώματα της
αναπαραγωγής και του δημόσιου δανεισμού, οι εκδότες έχουν στραφεί επανειλημμένως –αν και
ανεπιτυχώς- κατά των ακαδημαϊκών βιβλιοθηκών διεκδικώντας εξωφρενικά ποσά και δημιουργώντας
ένα κλίμα φόβου για τους ακαδημαϊκούς και τους φοιτητές.
Κι όμως, ο κοινοτικός νομοθέτης με το αρ. 5 της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ και το αρ. 6 της Οδηγίας
2006/115/ΕΚ επιτρέπει ρητώς στον Έλληνα νομοθέτη να εξαιρέσει την ακαδημαϊκή έρευνα,
διδασκαλία και εξεταστική διαδικασία από την καταβολή αμοιβών στους δικαιούχους, εφόσον
τηρούνται οι αυστηρές προϋποθέσεις προστασία των δικαιούχων που ήδη περιγράφονται στο αρ. 21
του Ν. 2121/1993. Η διάταξη του άρ.6(3) της Οδηγίας 2006/115/ΕΚ προβλέφθηκε εν είδει
συμβιβαστικής επιλογής μεταξύ αντικρουόμενων συμφερόντων, αλλά και χάριν ενίσχυσης της
ρύθμισης περί δημόσιου δανεισμού με νομοθετική πρόβλεψη που επιτρέπει την υλοποίησή της.
Με την προτεινόμενη στις παρ. 3 και 4 του αρ. 55 ρύθμιση του σχεδίου νόμου για την πνευματική
ιδιοκτησία της Υπουργού Πολιτισμού, προτείνεται μια ρύθμιση που δίνει σαφή και ξεκάθαρη λύση στο
πρόβλημα του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου και η οποία βρίσκει σε απόλυτη συμφωνία τόσο τον
ακαδημαϊκό κόσμο όσο και τον κόσμο των δημοσίων και δημοτικών βιβλιοθηκών της χώρας.
Με τη ρύθμιση αυτή καθίσταται, επιτέλους, εφικτό να πραγματοποιούμε τη διδασκαλία και την
έρευνα με τους ίδιους όρους στο φυσικό και στο ψηφιακό/διαδικτυακό περιβάλλον. Επιπλέον,
διασφαλίζεται η εξαίρεση των ακαδημαϊκών βιβλιοθηκών από το δυσβάσταχτο κόστος της αμοιβής για
τον δημόσιο δανεισμό. Πρόκειται για αμοιβή από την οποία, δικαίως, ο κοινοτικός νομοθέτης
επιτρέπει στον εθνικό νομοθέτη να εισάγει εξαιρέσεις γνωρίζοντας ότι διαφορετικά θα επερχόταν η
εξόντωση της διδακτικής και ερευνητικής δραστηριότητας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ρύθμιση που προτείνει η Υπουργός Πολιτισμού δεν είναι μονόπλευρη,
αλλά πλήρως ισορροπημένη: Διασφαλίζει πλήρως τα δικαιώματα των δικαιούχων και των
δημιουργών διατηρώντας το αυστηρότατο τεστ των τριών σταδίων, όπως αυτό προβλέπεται στο αρ.
28Γ του Ν. 2121/ 1993 και επαναλαμβάνεται στην προτεινόμενη παρ. 3 του αρ. 55 του σχεδίου νόμου
για τα πνευματικά δικαιώματα.
Ωστόσο, ακόμη κι αυτή η ρύθμιση δεν είναι αρκετή. Παρά τις καλές προθέσεις της Υπουργού
Πολιτισμού, οι ρυθμίσεις που αφορούν στις δημόσιες και δημοτικές βιβλιοθήκες είναι εξαιρετικά
περιορισμένες. Θα πρέπει και αυτές οι βιβλιοθήκες, οι οποίες επιτελούν σημαντικό ενισχυτικό ρόλο
σε επίπεδο Α/θμιας και Β/θμιας εκπαίδευσης, λόγω της έλλειψης σχολικών βιβλιοθηκών, να
εξαιρεθούν ρητώς από την καταβολή αμοιβής για τον δημόσιο δανεισμό, διαφορετικά θα πρέπει να
θεωρείτε σίγουρο ότι θα οδηγηθούν σε αφανισμό.
Οι πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) ορίζουν ότι η
έννοια του «δανεισμού» δεν πρέπει να περιορίζεται στα όσα ενδέχεται να είχε κατά νου ο νομοθέτης
κατά τον χρόνο της αρχικής θεσπίσεως της Οδηγίας 92/100/ΕΟΚ, αλλά μάλλον πρέπει να γίνεται κατά
τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις εξελίξεις της τεχνολογίας και της αγοράς που μεσολάβησαν έκτοτε
και ότι η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων πρέπει να
προσαρμόζεται στις νέες οικονομικές εξελίξεις, όπως για παράδειγμα οι νέες μορφές εκμετάλλευσης.
Την πρόσφατη νομολογία του ΔΕΕ αποσιωπούν επιμελώς αυτοί που δεν θέλουν τον «δανεισμό»
έργων πνευματικής ιδιοκτησίας, ή που θέλουν μεν αυτόν, αλλά με όρους τέτοιους, ώστε στην ουσία
να μην είναι βιώσιμος για τις δημόσιες υποχρηματοδοτούμενες, πλέον, βιβλιοθήκες.
Γιατί δεν χρησιμοποιούμε τις δυνατότητες που το ίδιο το κοινοτικό κεκτημένο και το Σύνταγμά μας
μάς δίνουν; Γιατί εισάγουμε διαρκώς κόστη που δεν θα μπορέσει ποτέ το δημόσιο να καλύψει και που
τελικά θα καταλήξουν είτε στο κλείσιμο των δημοτικών βιβλιοθηκών, είτε στην ημι-παράνομη
λειτουργία τους, μια μορφή κρυφού σχολείου του 21ου αιώνα;
Με την επιστολή μας αυτή σας ζητούμε να ενισχύσετε την Υπουργό Πολιτισμού στη γενναία
απόφασή της να προστατέψει την ακαδημαϊκή γνώση και να μην ενδώσετε σε οποιαδήποτε απειλή
από οπουδήποτε κι αν αυτή έρχεται.
Θέλουμε να μπορούμε να διδάσκουμε, να ερευνούμε και να εξετάζουμε τους φοιτητές μας χωρίς
να φοβόμαστε τις μηνύσεις των εκδοτών.
Θέλουμε να μπορούμε να χρησιμοποιούμε το διαδίκτυο για να κάνουμε τη δουλειά μας χωρίς να
αναρωτιόμαστε διαρκώς εάν είναι νόμιμο ή όχι αυτό που κάνουμε.
Θέλουμε να συνεχίσουμε να παράγουμε γνώση, να δημιουργούμε και να παράγουμε αξία για τους
συγγραφείς, για τα ακαδημαϊκά ιδρύματα, για τους εκδότες και για την κοινωνία.
Η επιλογή είναι ξεκάθαρη και την έχετε σχεδόν κάνει. Μην αφήσετε τις ακραίες φωνές να
στραγγαλίσουν την πρόσβαση στη γνώση και μαζί το μέλλον αυτής της χώρας.
Η Πρόεδρος του ΣΕΑΒ, κα. Θεοδώρα Ιωαννίδου, καθηγήτρια ΑΠΘ.
Ο Διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης, Δρ. Φίλιππος Τσιμπόγλου.
Η Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Βιβλιοθηκονόμων& Επιστημόνων Πληροφόρησης (ΕΕΒΕΠ), κα.
Χριστίνα Κυριακοπούλου.
Ο Πρόεδρος του Γενικού Συμβουλίου Βιβλιοθηκών, Δρ. Μιχάλης Σφακάκης.
Τα Ιδρύματα - μέλη του ΣΕΑΒ:
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
Ανοικτό Πανεπιστήμιο
Πανεπιστήμιο Πατρών
Πανεπιστήμιο Κρήτης
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Πανεπιστήμιο Πειραιώς
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Γεωπονικό Πανεπιστήμιο
Πάντειο Πανεπιστήμιο
Πολυτεχνείο Κρήτης
Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο
Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Ιόνιο Πανεπιστήμιο
Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας
Διεθνές Πανεπιστήμιο
Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών
Τ.Ε.Ι. Αθηνών
Τ.Ε.Ι. Θεσσαλονίκης
Τ.Ε.Ι. Πειραιά
Τ.Ε.Ι. Δυτικής Μακεδονίας
Τ.Ε.Ι. Θεσσαλίας
Τ.Ε.Ι. Ανατολικής Μακεδονίας & Θράκης
Τ.Ε.Ι. Δυτικής Ελλάδας
Τ.Ε.Ι. Κρήτης
Τ.Ε.Ι. Στερεάς Ελλάδας
Τ.Ε.Ι. Ηπείρου
Τ.Ε.Ι. Κεντρικής Μακεδονίας
Τ.Ε.Ι. Πελοποννήσου
Τ.Ε.Ι. Ιονίων Νήσων
Εθνική Βιβλιοθήκη
Ακαδημία Αθηνών
ΑΣΠΑΙΤΕ