Οι Ιταλοί σπάσαν τα σύνορα στις πέντε το πρωί. Οι Έλληνες κινητοποίησαν όποιον και οτιδήποτε μπορούσε να πολεμήσει, να βαδίσει, να κουβαλήσει, να εφοδιάσει. Κι οι Ιταλοί σπρώχτηκαν πίσω στην Αλβανία. Κι ο πόλεμος κατακάθισε. Κι ήταν τρεις βδομάδες πριν από τις βροχές.
Η «υπ’ αριθ. Ε.Σ. 095 ημίονος» στρατολογήθηκε καθώς βοσκούσε κοντά στο λιοτρίβι του Κορωπιού. Ο πεταλωτής του συντάγματος ετοίμασε τους σιδερένιους μαρκαδόρους. Ο υποψήφιος ημιονηγός κουβάριασε το καπίστρι της γύρω στο χέρι του. Ο δεκανέας σήκωσε και κουλούριασε το μπροστινό δεξί της πόδι. Μα όταν ο μαρκαδόρος — Ε.Σ.— απόθεσε το καυτερό του φίλημα στο αριστερό νύχι της κι ένα λιγνό κορδόνι καπνού ανέβηκε, εκείνη έδωσε γενναίο ταρακούνημα στους δυο που την κρατούσαν, τόσο, που ο δεκανέας αναγκάστηκε ν’ αμολήσει το ποδάρι της. Κι ο πεταλωτής πισωτραβήχτηκε.
Ο μουλαράς έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατήσει το καπίστρι. Μα κείνη κλωτσούσε του ψήλου, πηδούσε και σβουριζόταν σα μαινάδα. Κι ο μουλαράς ξαμόλησε το καπίστρι και φύσηξε να δροσίσει τη σκοινογδαρμένη παλάμη του καθώς την έβλεπε να ποδοβολεί πέρα, λεύτερη κι όμορφη στην αγριάδα της. Εκείνη σταμάτησε μόνο σαν έφτασε στο ασημοσταχτί δασάκι με τα λιόδενδρα.
Ο ταγματάρχης, που ήταν υπεύθυνος για την επίταξη για λογαριασμό του συντάγματος, νεύριασε:
– Να… το κεφάλι σου, είπε με κλειδωμένα δόντια.
– Παρακαλώ, κύριε ταγματάρχα, μη με βρίζετε, διαμαρτυρήθηκε ο μουλαράς γιατροπορεύοντας την απαλάμη του.
– Α άμε… σου. Άντε να την πιάσεις.
– Κύριε ταγματάρχα, είπα μη…
Χαστούκι του ’ρθε του μουλαρά και για μια στιγμή θάρρεψαν πως θ’ αντιπλήρωνε. Μα κράτησε την ψυχραιμία του και μοναχά έφτυσε καταγής, λοξά, με σημασία. Και τώρα το ’ξεραν πως δε θα πήγαινε να πιάσει το ζώο ακόμη κι αν ο ταγματάρχης τραβούσε πιστόλι. Αποτραβήχτηκε μ’ αξιοπρέπεια. Κι ο ταγματάρχης μετάνιωσε, κι είχε θυμό για το που έδειχνε μετάνοια.
Ο αφέντης της μούλας κινήθηκε κατά το δασάκι.
Τούτη η φορά ο πεταλωτής κι ο δεκανέας κι άλλος ένας φαντάρος διπλόδεσαν το ζώο. Κι ωστόσο εκείνη πάλι τους ζόρισε κι ο αγαναχτισμένος μουλαράς φχαριστήθηκε. Έλπιζε πως εκείνη θα ’δινε κλότσο στ’ αχαμνά του ταγματάρχη που επιστατούσε τη δουλειά από κοντά. Μα κείνη είχε κιόλας αρχίσει να τρέμει από το ζόρι και τη ματαιοπονία της. Σαν ο πεταλωτής άρχισε να πυρομαρκάρει τον αριθμό μητρώου στο νύχι της— ένα ένα ψηφίο— εκείνη άνοιξε τα πισινά της, και μικρές πιτσιλιές του νερού της τινάχτηκαν έξω με το ρυθμό των κλονικών σπασμών της.
– Θα σου πω κάτι, κύριε ταγματάρχα, είπε ο αφέντης της. Δεν τήνε λέμε Γάτα για το τίποτα. Σου δίνω το λόγο μου, θα του κάνει ντράβαλα του στρατού με το κιλό. Δεν ακούει κανένα παρά μονάχα μένα. Μα και τότε πάλι πρέπει να προσέχω τα κέφια της.
Όμως ο ταγματάρχης είχε βιάση και δε μπορούσε να κάθεται να κοσκινίζει κληρωτούς. Έδωσε στον άνθρωπο επίσημη απόδειξη κι ο άνθρωπος είπε, «Καλή νίκη, κύριε ταγματάρχα», παλάμισε χαϊδευτικά το λαιμό της Γάτας, αναρούφηξε σάμπως, έτριψε τη μύτη του, αποχώρησε.
Πάσχισαν να ημερώσουν τη Γάτα πολλές φορές στην περίοδο της ετοιμασίας — όταν δοκίμαζαν τα σαμάρια για καλή εφαρμογή, ή προβάριζαν τη συσκευασία υλικού, ή φόρτωναν τα ζώα μόνο και μόνο για να δουλέψουν τα ολοκαίνουργια σάμπως κολλαρισμένα σκοινιά και να τα κάνουν λυγερά. Τελικά δέχτηκε το σαμάρι, μα όχι φορτίο, κι ο δεκανέας την είπε πείξα δείξα και φοβέρισε πώς θα της έδινε ένα αριστερό κροσέ, γιατί ήταν ερασιτέχνης πυγμάχος.
Ύστερ’ απ’ αυτό την απαράτησαν — είχανε φούριες μ ένα σωρό δουλειές. Τη δέσανε σ’ ένα στύλο έξω από το στάβλο αφού ήταν αδιάκοπη φοβέρα όταν σταβλιζόταν με τ’ άλλα ζώα. Ο ήλιος του αθηναϊκού Νοέμβρη άναψε τη γυαλιστερή ρούσα τρίχα της κι ήταν όλη φλόγες. Και το μικρό μπόι της και η κοψιά της ήταν όχι μουλαρίσια, γιατί όλα τ’ αγκωνωτά επίπεδα και όγκοι ήταν μεταπλασμένα σε μιαν απαλή κι ωστόσο γεροδεμένη στρογγυλάδα. Και το μικρό συμμαζεμένο κεφάλι της με τα λοξά δύσπιστα μάτια και τα έξυπνα αυτιά, κι οι άμορφοι και άγρυπνοι γοφοί της που σφεντόνιζαν κλωτσιές σαν αστραπές, όλα μιλούσαν για τους ανυπόταχτους, τους πεισματάρηδες, και τους αυτοεξάρτητους που ζουν και πεθαίνουν ολομόναχοι.
Ο μουλαράς της ούτε που δοκίμασε να ’ρθει σε λογαριασμό μαζί της. Δεν της το συχωρούσε που είχε φάει χαστούκι εξαιτίας της. Απλώς την καταδίκασε ως άμαχο υλικό, κι έφτυσε καταπάνω στα καλοφτιαγμένα πόδια της, μα δεν τα πέτυχε.
– Ξέρω τι σου χρειάζεται, μουρμούρισε. Ένας αρσενικός πρώτα κι ένας τόνος ξύλο ύστερα.
Όταν το σύνταγμα κινήθηκε, ο μουλαράς τράβηξε το καπίστρι της με καταφρόνια. Τώρα νοιαζόταν μόνο για την προσωπική του άνεση, το γυλιό του, το σακίδιο, το παγούρι. Αυτά εκείνη τα δέχτηκε, φτάνει να μην αγγίζανε το πετσί της.
Σαν έφτασαν στο Σκαραμαγκά, και τα βίντσια των πλοίων βιράρησαν άλογα αξιωματικών και μουλάρια, εκείνη έκανε τέτοιο πόλεμο που έγινε θέαμα. Έτσι ή αλλιώς, κατάφεραν να περάσουν τη ζώστρα κάτω από τη λαχανιασμένη κοιλιά της και να θηλυκώσουν. Μα, αντίθετα μ’ όλα τ’ άλλα κτήνη, εκείνη δεν παράλυσε όταν τη σήκωσαν. Κλώτσησε τον αέρα, έκανε τα σκοινιά να πάνε πέρα δώθε, να στριφτούν, γλίστρησε έξω από τη ζώστρα, ολόιδια σα γάτα, και βούτηξε.
Η φανταρία στα καταστρώματα έγειρε πάνω στις κουπαστές κι έστειλε ιαχή σάμπως σε παιχνίδι ποδόσφαιρου, οι μουλαράδες τρέξανε στο χείλι της προβλήτας, κι ο καθένας την είδε να κολυμπάει στο μάκρος της προβλήτας με το ζαρίφικο κεφάλι της πάνω από το νερό. Στα ρηχά, αναδύθηκε, στάζοντας νερά, λαμποκοπώντας στο δυσμικό ηλιοφώς — θαλασσογεννημένη ζωική Αφροδίτη. Και το βρεγμένο δέρμα της ανάδειχνε τις λαστιχάτες καμπύλες της αναγλυφικά.
– Είν’ όμορφη, η βρόμα, είπε ο δεκανέας.
Ο μουλαράς της έφτυσε.
Στο ταξίδι κλώτσησε άσχημα και δάγκωσε και τους δυο γειτόνους της, δυο ειρηνικούς γίγαντες γεμάτους απαντοχή. Τελικά έκανε το πλήθος τόσο νευρικό κι ανήσυχο που αναγκάστηκαν να την αποτραβήξουν και να τη δέσουν πίσω από ένα χώρισμα του αμπαριού, μονάχη.
Στο Βόλο ο στρατός άφησε τα πλοία. Τον βιάσανε να διαβεί η Θεσσαλία, τον σπρώξανε να περάσει γρήγορα τη Μακεδονία, με άνεμο, με βροχή. Σαν ήταν να περάσει τα σύνορα και να μπει στην Αλβανία, η λίστα των άρρωστων μουλαριών με πρησμένες σαμαροπληγιασμένες ράχες ήταν ολόκληρο κατεβατό. Στην τελευταία πορεία μέσα σ’ ελληνικό έδαφος, ο ταγματάρχης τρόχασε με τ’ άλογό του πίσω μπρος στο μάκρος της φάλαγγας για μια «εν κινήσει επιθεώρησιν της καταστάσεως των κτηνών φόρτου». Φώναξε οδηγίες που θα ’τανε πολύ λογικές σε καιρό ειρήνης. Και τότε είδε τη Γάτα, φρέσκια κι ατσαλάκωτη και αχρησιμοποίητη.
– Ποια είναι η πριγκίπισσα; απαίτησε να μάθει. Μετά την αναγνώρισε και θυμήθηκε το χαστούκι και το που είχε νικηθεί από το βαρύθυμο μουλαρά της στα σημεία, στα σημεία αξιοπρέπειας. — Μπας και τη φυλάς για τη διαμετακόμιση της αφεντιάς σου, στρατιώτη;
Ο δεκανέας μπήκε στη μέση κι εξήγησε. Ο ταγματάρχης ξέσπασε:
– Δεκανέα, βάλε τον ημιονηγό να ημερώσει αυτό το γατί πρωί πρωί αύριο! Προτού περάσουμε τη μεθόριο!
– Θα τη σκοτώσω! είπε ο μουλαράς στο δεκανέα σαν ο ταγματάρχης τρόχασε πέρα. Μου στοίχισε ένα σκαμπίλι, και τώρα ο ταγματάρχης υποψιάζεται πως την καβαλάω σαν κάνουμε νυχτερινή πορεία. Μακάρι να την καβαλούσα. Θα τη σκοτώσω, κυρ-δεκανέα, σου το λέω, άμα φτάσουμε στο μέτωπο.
– Πώς, πώς. Χαρά του του στρατού να σου τήνε χρεώσει.
– Αν μπορείς ν’ αποδείξεις, κυρ-δεκανέα, ότι δική μου σφαίρα τήνε σκότωσε κι όχι του εχτρού, είπε κι εκτέλεσε θεατρικά το λοξό του φτύσιμο.
Το πρωί έβαλαν δυο χωριάτικους αραμπάδες κοντά κοντά τον ένα δίπλα στον άλλον και παγιδέψανε τη Γάτα ανάμεσα τους. Ο δεκανέας γράπωσε τη μουσούδα της. Και τότε η φτέρνα του χεριού του γνώρισε τη τρυφεράδα των ρουθουνιών της. Με τ’ άλλο χέρι του σφιχτόπιασε ένα απ’ τ’ αυτιά της. Ο μουλαράς τής κράτησε το καπίστρι τεζαρισμένο με μίσος. Ένας άλλος μουλαράς άρπαξε γοργά την ουρά της, την έφερε περίγυρα στα πισινά, την ακινήτησε. Δυο φορτωτές ήταν έτοιμοι με θεόρατα σακιά πατάτα στους ώμους. Τα βροντορίξανε στα πλευρά της, κι ένας τρίτος φορτωτής έριξε τρίτο σακί κατάκορφα, πανωσάμαρα, ενάντια στον κανονισμό. Ο σπασμός της ανταρσίας έδωσε ενέργεια στους γοφούς της, μα η κλωτσιά δεν συντελέστηκε, ήταν αργά πια, οι συνωμότες είχαν θηλιάσει και κομποδέσει τα σκοινιά με μαγική γρηγοράδα, και το βάρος του φορτίου τήνε τσάκιζε.
Κατάφεραν να την κάνουν να κινηθεί καμιά πενηνταριά μέτρα, σπρώχνοντας, τραβώντας μ’ όλη τη δύναμη τους. Μα ύστερα κείνη κάρφωσε τα νύχια της στο μονοπάτι του χωριού που οδηγούσε στον αμαξιτό — τελεία και παύλα. Οι άντρες είχαν λαχανιάσει και τώρα βλαστημούσαν και ξεφυσήματα ατμού χτυπούσαν τον πρωινό αέρα.
Οι διμοιρίες είχανε κιόλας φτάσει στον αμαξιτό, και τα μεταγωγικά τις είχαν πάρει καταπόδι, κι ο χρόνος που απόμενε ήταν λίγος. Η συνοδεία πάσχισε άλλη μια φορά να δώσει κίνηση στη Γάτα, μάταια. Μετακαλέσανε λοιπόν πίσω τρία μουλάρια από την ουρά της φάλαγγας. Καθώς οι άντρες ξεφορτώνανε τη Γάτα, ο δεκανέας έπαθε κρίση. Βλαστήμησε σαν Πειραιώτης νταβατζής και βάλθηκε να της γροθοκοπάει τη μουσούδα, της έδωσε κάνα δυο ξυστά κροσέ, η ζέστα του ανέβαινε, και σε δυο στιγμές τήνε μποξάριζε με τα όλα του, κι ο μουλαράς της να κρατάει το κεφάλι της χαμηλά με το καπίστρι για να ’ναι σίγουρος πως καμιά γροθιά δε θα πήγαινε χαμένη.
Δε σου το ’πα πως είναι άχρηστη; έλεγε και ξανάλεγε ο μουλαράς. Δε σου το ’πα;
Κι ύστερα είδαν αίμα, κι ήτανε δικό της, μα και του δεκανέα — τα ρουθούνια της και τα φαλάγγια του είχανε κοψίματα, και δεν ήξεραν ποιανού αίμα ήταν πάνω σε ποιον — μετάδοση, μεταλαβιά.
Αργότερα πέρασαν τα σύνορα, βάδισαν, σε αλβανικό έδαφος, κι ο δεκανέας βαριοκάρδισε. Θυμόταν πως εκείνη είχε φαντάξει σαν αναδύθηκε από τα νερά του Σκαραμαγκά, αστραφτερή και λαστιχάτη κι αγέρωχη σα νιόκοπη, ανέγγιχτη γυναίκα. Μα ο θυμός του ξαναγύρισε σαν βάδισαν μέσα από τις πεδιάδες της Μπίγλιστας και της Κορυτσάς και η λίστα των άρρωστων μουλαριών έγινε μακρύτερη. Και βρίσκονταν τώρα στο τέλος του αμαξιτού. Κι η νέα βροχή ήτανε κιόλας δυο ημερών γριά και καλά κρατούσε, μουσκεύοντας άντρες, κτήνη, φορτώματα, και λασπιάζοντας τ’ ορεινό μονοπάτι προς τη Βαρβάρα.
Ήταν ανέβασμα απότομο. Τις πιο πολλές φορές οι διμοιρίες κι οι μουλαράδες περπατούσαν πάνω στους φτενούς όχτους του βαθιοκομμένου μονοπατιού. Ξανά και ξανά, μεγάλες γούρνες από νερουλιασμένη λάσπη τους ανάγκαζαν να δένουν τα καπίστρια στα μπροστάρια των σαμαριών, να κεντρίζουν ή να βαράνε τα μουλάρια και να τα παρακινούν να περάσουν τις ύπουλες μεριές μοναχά τους. Οι ίδιοι τους προχωρούσαν προφυλαχτικά, πάτημα με πάτημα, σαν ακροβάτες, στα τσιγκούνικα χείλια των περασμάτων, πάνω από χαράδρες που χάσκανε. Κι ο μόνος σύνδεσμος με τα ζώα τους ήταν φωνητικός, χάι, αχά, ντέε!
Υπήρχαν λασπόλιμνες που φτάνανε ίσαμε τις κοιλιές των μουλαριών. Τα κτήνη άνοιγαν το δρόμο τους με μάχη, κόβοντας τις θάλασσες της λάσπης αδιαμαρτύρητα. Μα πότε πότε παραπατούσαν στους βυθούς και κάνανε να βουλιάξουν και τα μεγάλα τους λυπημένα μάτια σκλάβων φρενιάζανε και τα ρουθούνια τους αναρριγούσαν. Κι όποτε ξέβγαιναν από τις ενδεχόμενες αυτές παγίδες, φορούσαν φρέσκα κίτρινα καφετιά ρούχα.
Πεντακόσια μέτρα πριν από το γοργόρεμα ένα ψηλό μουλάρι σωριάστηκε. Κουβαλούσε τέσσερα κιβώτια, κάθε κιβώτιο 1500 βολιδωτά των 6,5. Ενώ το ξεφορτώνανε, η βροχή πύκνωσε και είπαν, «Βέβαια». Το νερό έτρεχε στην όψη τους καθώς ζύμωναν τη λάσπη με τις αρβύλες τους και βοηθούσαν το μουλάρι να σηκωθεί. Είχε ρίγη, κι ήθελαν να φτάσει όπως και να ’χει στη Βαρβάρα, έπρεπε να τ’ αφήσουν να βαδίσει χωρίς φόρτωμα.
Αμίλητοι κι έτοιμοι για φόνο, ρίχτηκαν πάνω στη Γάτα. Παράξενα, εκείνη δεν αντιστάθηκε. Σάμπως η πικράδα από το βρόμικο χνώτο τους, το μίσος τους για τον καθένα και το κάθε τι που ξεφεύγει τον πόλεμο, να την εξουθένωσαν. Τη φόρτωσαν αστραπή, σαν αυτόματοι φορτωτές, ταπ ταπ, ταπ ταπ. Τα τέσσερα κιβώτια, βαριά μολύβι, ήταν πάρα πολλά για το μπόι της και το ’ξεραν. Ωστόσο εκείνη ακολούθησε τα μεταγωγικά, πρώτα δοκιμαστικά, ύστερα σταθερά. Ναι, τούτη τη φορά, ναι.
– Καιρός ήταν! φώναξε ο δεκανέας στους άντρες, θέλοντας να φανεί πολύ ευχαριστημένος.
Είδε το ζόρι που έβαζαν οι χηλές της καθώς ποδοπατούσαν τη γλιστερή γη, είδε το υπερβολικό τσίτωμα στους τένοντες. Αν, σκέφτηκε, βάλει όλα τα δυνατά της τώρα, θα της μείνουν εφεδρείες για το μεγάλο ανέβασμα. Μπορούσε κι έβλεπε τη βροχερή κατάορθη φοβέρα της αντικρινής πλαγιάς, αντίπερα πάνω από το χείμαρρο.
Πέρασαν, και το πρωτόγονο ξύλινο γιοφύρι σείστηκε. Δυο κορδέλες του μονοπατιού ψηλότερα, συναπαντήθηκαν μ’ ένα ψόφιο μουλάρι κολλημένο στο γερτό όχτο του μονοπατιού σαν απολίθωμα σε πηλό, σα μακάβρια χαλκομανία. Τα μάτια ήταν ολάνοιχτα, ρωτώντας μα όχι κρίνοντας. Το πανωχείλι, τραβηγμένο από ένα παγωμένο σπασμό πόνου, ξεσκέπαζε τα δόντια. Ποιος ξέρει, σκέφτηκε ο δεκανέας, τι επείγον υλικό κουβαλούσε στη βιάση της αντεπίθεσης, και το βάρος, η λάσπη και το ανέβασμα του θρυμματίσαν την καρδιά.
Γύρισε κι είδε η Γάτα καθώς εκείνη ανέβαινε μιαν απότομη καμπούρα του μονοπατιού. Το φορτίο της πήγε δεξιά ζερβά κι έκανε να τουμπάρει. Γρήγορα κείνη πλευροπάτησε και σταμάτησε έγκαιρα σα καλό μουλάρι με πείρα. Και κοντανάσαινε.
– Τι την έκανε να δεχτεί φορτίο σήμερα; αναρωτήθηκε ο δεκανέας. Τι;
Εκατό μέτρα ψηλότερα είδανε άλλο πτώμα. Η Πλαγιά των Νεκρών Μουλαριών, είπε μέσα του ο δεκανέας. Τώρα η Γάτα ήταν βαριά λαχανιασμένη. Πότε πότε μια τρεμούλα τρεχάριζε στα μεριά της. Μα είναι νέα, είναι νέα και γερή, βεβαίωσε τον εαυτό του ο δεκανέας. Κι ωστόσο ήθελε να μπορούσε να την ξαλάφρωνε από δυο ή ας ήταν κι ένα κιβώτιο. Περπάτησε τη ματιά του στο μάκρος της φάλαγγας των μεταγωγικών που ανέβαινε, είδε τ’ άρρωστα μουλάρια που κουβαλούσαν ασήμαντα πράματα – ένα γυλιό, ένα σακίδιο, κάνα δυο κουβέρτες, ένα αντίσκηνο. Κι είδε και κείνα με τις πρησμένες ή ματωμένες ή γεμάτες έμπυο ράχες που δεν κουβαλούσαν τίποτα, μήτε καν τα σαμάρια τους. Μετά επιθεώρησε τ’ άλλα που κουβαλούσαν τα δικά τους και επί πλέον τα φορτία των άρρωστων και των πληγιασμένων. Ήξερε πως αν μόνο ένα μουλάρι σωριαζόταν τώρα, αυτό θα σήμαινε παράτημα του φορτίου του, κι ας πάει να ήταν τρόφιμα πυρομαχικά τραυματιοφορεία. Γιατί είχε εξαντλήσει κάθε δυνατή ανακατανομή των φόρτων. Κι ωστόσο ήθελε ν’ αλαφρώσει τη Γάτα κατά δύο κιβώτια.
Και τότε ολάκερη η μονή φάλαγγα, τμήματα και κτήνη, αργοπορήθηκαν από μια πλατιά και μακριά λασπόλιμνη. Οι μουλαράδες βλαστήμησαν και ξαναείπαν την παλιά κοινοτοπία, πως δηλαδή δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο παρά να κόβεις τη φόρα φορτωμένου ανθρώπου, ζώου, μηχανής, που ανηφορίζουν. Και για νιοστή φορά είπαν προσβαλμένοι: «Θα περίμενες ποτέ, μα ποτέ, όποια βουνά, να ’ναι γεμάτα λάσπη σαν πλημμυρισμένα χωράφια της Θεσσαλίας; Και παίνεψαν τα πετρώδικα ελληνικά βουνά και καταράστηκαν τα βουνά της Αλβανίας.
Τα επικεφαλής τμήματα χρειάστηκαν καιρό για να προχωρήσουν κατ’ άντρα, σα χακιά μερμήγκια, πάνω στο μόνο διαβατό όχτο – ο άλλος έδωσε σημάδια πως θα κάθιζε, όταν ένας αξιωματικός τον δοκίμασε. Και τα κτήνη ήταν στα καρφιά, μετατοπίζοντας το κέντρο του βάρους από τα καπούλια στους ώμους, από τ’ αριστερά στα δεξιά, συνέχεια. Κι η Γάτα έκανε τα πιο πολλά μετατοπίσματα.
Τέλος οι διμοιρίες περάσανε το μέρος κι οι μουλαράδες είπαν, «Στο διάολο με τις παλιοδιμοιρίες», και δέσανε τα καπίστρια στα μπροστάρια και παρακίνησαν τα μουλάρια ν’ αψηφήσουν τη λασποθάλασσα. Υπήρχε μια πιο άβαθη ζώνη κοντά στο διαβατό όχτο. Εκεί το λασπόνερο έφτανε ως τα στήθια των μουλαριών — όχι άσχημα. Τα ζώα έκαναν προς τα κει, όσο γινόταν πιο μακριά από τα βαθιά. Δεν ήταν εύκολο, γιατί ο πάτος είχε κλίση από τ’ αριστερά στα δεξιά και τους χαλούσε την ισορροπία σε κάθε βήμα τους. Μα ένστικτο και περίσκεψη κατάφεραν το κόλπο.
Σαν ήρθε η σειρά της, η Γάτα ήταν ήδη νευριασμένη από την παρατραβηγμένη στάση. Ενέργησε βιαστικά, σάμπως ν’ ανυπομονούσε να περάσει η λίμνη, να σκαρφαλώσει στο κατοπινό σκαλοπάτι της πλαγιάς, και στο κατοπινό, να φτάσει στη Βαρβάρα πάνω στη συννεφοσκουφιασμένη κορφή με μιαν ανάσα, και να ρίξει το φόρτωμά της. Ο δεκανέας κι ο μουλαράς της ανέβηκαν στον όχτο και πάσχισαν να την αργοπορήσουν, σιι σιι!, Μα κείνη δεν άκουγε.
Και τότε το πράμα συνέβηκε: Πρώτα κι αρχή, η λάσπη έφτανε ίσαμε το λαιμό της καθώς ήταν μικροδέματη. Ύστερα, δε δοκίμαζε πρώτα τον πάτο σε κάθε βήμα της πριν προχωρήσει, όπως είχανε κάνει τ’ άλλα τα μουλάρια. Παρά τράβηξε μπροστά παράτολμα και δημιούργησε λαστιχένιο κύμα που χτύπησε τον όχτο και ξαναγύρισε και τήνε κλώτσησε και την έσπρωξε στα βαθιά. Κι ήτανε τώρα κουκουλωμένη, το φορτίο της, όλα της, εξόν το πάνω μέρος του λαιμού της.
Ο δεκανέας κι ο μουλαράς βγάλανε φωνές να της δώσουνε κουράγιο. Τα μάτια της πανικοβλήθηκαν, τα ρουθούνια της άνοιξαν να σπάσουν, τ’ αυτιά της φτεροκόπησαν τον αέρα για υπομόχλιο. Απ’ τα σπασμωδικά ανεβοκατεβάσματα του κεφαλιού της κατάλαβαν πώς έβαζε προσπάθεια να κολυμπήσει. Όμως το τέρας της λασπουριάς τη ρουφούσε κάτω. Και βούλιαξε πιότερο. Κι η λάσπη της έγλειφε το κατωσάγονο. Ύστερα, το στοιχείο ησύχασε.
– Πατώνει! φώναξε ο δεκανέας ανακουφισμένα.
Έτρεξε μπροστά, με κίνδυνο, προς το μονοπάτι πέρα, και πρόφτασε την ουρά των μεταγωγικών. Τράβηξε το σουγιά του αστραπή κι έκοψε όλα τα περισσέματα από τα φορτοσκοίνια και τα μάτισε και το μάκρος ήταν αρκετό και γύρισε κι έκανε τη θηλιά.
Πρώτα αυτός, ύστερα ο μουλαράς, ρίξανε τη θηλιά καμιά ντουζίνα φορές σα ψαράδες με το πεταχτάρι, κι απότυχαν κάθε φορά. Μετά ο δεκανέας ξαναδοκίμασε και ήταν τυχερός.
– Μπας και την πνίξουμε; Το σκέφτηκες, κυρ-δεκανέα;
– Όλο κι όλο να την ξεκινήσουμε προς τα ρηχά, είπε ο δεκανέας. Μετά απλώς θα την καθοδηγήσουμε. Κιόλας τούτη εδώ δεν είναι συρτοθηλιά της κρεμάλας, βλέπεις;
Τράβηξαν το σκοινί λοξά, δοκιμαστικά, με δεν είδαν ανταπόκριση από κείνη, κι έτσι τράβηξαν δυνατότερα. Τίποτα. Είτε ήταν πολύ φοβισμένη για να κουνηθεί απ’ τον τόπο της ή ήταν αποκαμωμένη τώρα.
Περίμεναν λίγο, ύστερα τράβηξαν γερά, ύστερα τράβηξαν μ’ όση δύναμη είχαν. Άρχισαν να ιδρώνουν. Ξάφνου, η θηλιά ξεγλίστρησε πάνω από το κεφάλι της, τσακίζοντας τ’ αυτιά της, και τινάχτηκε κι έπεσε μεσολιμνής με υγρό χτύπημα στη λάσπη. Οι δυο τους έγειραν κατά πίσω σα χορευτές και μόλις που πρόφτασαν να στριφογυρίσουν στον άξονά τους, να ρίξουν το πλευρό τους πάνω στον όχτο και να γραπωθο0ν, αλλιώς θα κατρακυλούσαν τον κατήφορο.
Συμμάζεψαν τα κορμιά τους και τα μυαλά τους και μελέτησαν άλλες πλευρές. Απόρριψαν τον άλλο όχτο που ήταν πιο κοντά στη Γάτα, γιατί έτσι θα ’πρεπε να την τραβήξουν ανάμεσα από βαθύτερα ίσως μέρη. Έπειτα ήταν κι ο φόβος πως η γη εκεί θα κάθιζε. Ακόμα, απόρριψαν και τις δυο μπασιές στη λασπόλιμνη από το μονοπάτι, μπρος και πίσω, γιατί το σκοινί ήταν πολύ κοντό για κάτι τέτοιο και γιατί, κι αν ακόμα ήταν μακρύ, δε θα ωφελούσε. Γιατί η απόσταση θα σκότωνε την προσπάθεια.
Ακριβώς τότε η βροχή σταμάτησε και το σχόλιο της σιωπής ήταν γεμάτο αποτυχία και θάνατο. Ο μουλαράς έριξε ματιά πέρα από την άκρη της λίμνης, τον ανήφορο, κι είδε τη φάλαγγα των μουλαριών στο παραπάνω σκαλί της πλαγιάς όπου ίσως να ήταν άλλη παγίδα από λάσπη, κι ευχήθηκε να ήταν έτσι για να καθυστερήσουν οι άντρες και τα μουλάρια, αλλιώς θα τους κοβόταν η ανάσα, αυτουνού και του δεκανέα, ώσπου να ξαναπροφτάσουν τη φάλαγγα. Έφτυσε κι είπε:
-Πάμε.
Ο δεκανέας τον κοίταξε στα μάτια, ανεξιχνίαστος.
– Έχω άδικο πάλι, κυρ-δεκανέα;
– Θα ’ρθουμε πίσω να την πάρουμε, είπε ο δεκανέας κι έμοιασε σάμπως να φοβέρισε το μουλαρά.
– Πώς, πώς.
— Με πιότερα χέρια και σκοινιά.
Ο μουλαράς δε μίλησε. Σαν περπατήσανε στο μονοπάτι ο δεκανέας γύρισε και κοίταξε πίσω. Εκείνη ήταν ένα μοναχικό πυρρό κεφάλι που αρμένιζε στη λησμοσύνη της λασπουριάς.
Σηκώθηκε άνεμος κι έδιωξε τα σύννεφα και ξέρανε τις πλαγιές. Σαν ο στρατός έφτασε στη Βαρβάρα, ο ήλιος βγήκε μόλις προτού βουτήξει με δόξα πίσω από τη βουνοκορφή. Κι οι άντρες είπαν: «Βέβαια. Κάνει λιακάδα σαν έχουμε σκέπη, βρέχει βατράχια σαν κάνουμε πορεία. Φυσικά».
Ο δεκανέας δεν είχε δύναμη, ή δεν του πήγαινε η καρδιά, ή δεν είχε το κουράγιο να στείλει κανένα, άντρα ή μουλάρι, να σώσει η Γάτα. Έδωσε αναφορά στο λοχαγό του.
– Δεν περιμένω να κινηθούμε πριν από το μεσημέρι αύριο, είπε ο λοχαγός. Ο ταγματάρχης μάλιστα είπε, όχι πριν από το δειλινό, αν ο καιρός μείνει ανοιχτός – γιατί μια και δρασκελίσουμε το βουνό, είμαστε υπό τα βλέμματα και τα πυρά του εχθρού. Μόνο, πιστεύεις αληθινά πως θα κρατηθεί στα πόδια της ώσπου να πας εκεί;
– Είναι νέα και γερή.
– Τέσσερα κιβώτια πυρομαχικά, δεκανέα…
– Τα ζωντανά έχουν τον τρόπο τους.
– Καλά. Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις.
Στις δέκα τη νύχτα ένας σκοπός ξύπνησε το δεκανέα. Ο δεκανέας ευχαρίστησε, ο σκοπός ξαναπήγε στο πόστο του. Ο δεκανέας είπε μέσα του: Σηκώνομαι τώρα. Και αποκοιμήθηκε.
Τα μεσάνυχτα τινάχτηκε. Άκουσε τον άνεμο να ταρακουνάει τον τενεκεδένιο γείσο της πόρτας του καταλύματος. Πονούσε σ’ όλο το κορμί του σάμπως να ’χε κοιμηθεί κάτω από σωρό από πέτρες. Ποθούσε πιότερο ύπνο. Τράβηξε την κουβέρτα από πάνω του σα να ξεφλουδιζόταν, ανακάθισε, και τράνταξε το κεφάλι του γερά. Τα μάτια του ήταν ξερά κι είχαν φαγούρα.
Ξύπνησε το μουλαρά της Γάτας και δυο άλλους μουλαράδες. Συνολικά ήταν τέσσερις άντρες, δυο κουλούρες καλό σκοινί, και δυο ξεκουρασμένα μουλάρια για να αναλάβουν τα κιβώτια της Γάτας.
Έφτασαν στο μέρος με το χάραγμα της αυγής. Το κεφάλι της αρμένιζε ακόμα.
Αποφάσισαν να ενεργήσουν κι από τις δυο μεριές ταυτόχρονα, να την κάνουν να κινηθεί προς το έβγα της λίμνης σαν πλεούμενο που το τραβούν κι από τους δυο όχτους ενός ποταμού. Ο δεκανέας πήγε και δοκίμασε την αντοχή του επικίνδυνου όχτου.
– Κρατάει! φώναξε. Ο άνεμος έσφιξε το χώμα.
– Κι έπηξε τη λάσπη, σκέψου το κι αυτό! αντιφώνησε ο μουλαράς από αντίπερα.
– Θα τα καταφέρουμε, είπε ο δεκανέας. Έκαναν θηλιά με το ένα σκοινί κι έδεσαν το άλλο σκοινί στην άλλη μεριά της θηλιάς. Μοιράστηκαν σε δυο συνεργεία και, κρατώντας τις άκρες των σκοινιών, ανέβηκαν τους όχτους. Η θηλιά ταξίδεψε ανάερα πάνω από τη λίμνη και κατέβηκε στο κεφάλι της Γάτας σα βασιλική κορώνα ή σα θηλιά της κρεμάλας.
Ξάφνου ο ήλιος ξεμύτισε στα υψώματα, στην πέρα μεριά του γοργορέματος, κι έγινε τέλειο πρωί, κι είδαν τα μάτια της Γάτας. Μια πέτσα άρρωστης θολούρας τα συννέφιαζε. Σίγουρα ο άνεμος τα είχε βασανίσει ολονυχτίς, τα είχε τσούξει, τα είχε κάνει να δακρύσουν, και τώρα τα δάκρυα ήταν μια ασπροκίτρινη ουσία στα βλέφαρα. Φάνταζε άσχημη, αρρωστημένη, μπορεί κιόλας του πεθαμού από οξεία πνευμονία.
Αρχίσανε να στρίβουν τα σκοινιά για να στενέψουν η θηλιά και ν’ αποκλείσουν ξεγλιστρήματα. Στρίψανε πιότερο, σφίξανε τη θηλιά, μα όχι πάρα πολύ. Μετά τινάξανε τα σκοινιά δυο τρεις φορές, απαλά, για να της δώσουν να καταλάβει τι σκόπευαν να κάνουν και σε ποια κατεύθυνση. Μετά ο δεκανέας της μίλησε, τα σκοινιά τεζαρίστηκαν παλμικά, και:
– Έτοιμοι; Δώσ’ του! φώναξε ο δεκανέας.
Τράβηξαν, κι οι παλάμες τους ένιωσαν το τοννάρισμα από το ίδιο της το βάρος, απ’ το φορτίο της, από τα κυβικά της λάσπης πάνω της και γύρω της. Και το τράβηγμα μονάχα της τιμώρησε το σβέρκο.
Πήραν ανάσα και ξανάρχισαν. Ένας μουλαράς σήκωσε κάνα δυο φλούδια σχιστόπετρας απ’ τη θρυμματισμένη πλαγιά και τα ’ριξε στη λίμνη για να ξεσηκώσει τη Γάτα. Οι δίσκοι μπάτσισαν τη λάσπη και δε βυθίστηκαν κι ο δεκανέας τώρα κατάλαβε πόσο πολύ είχε πήξει η λάσπη.
Όμως συνέχισαν το τράβηγμα, τώρα με βιάση, σάμπως για να προλάβουν το πέτρωμα της λάσπης. Κι ύστερα από δυο ή τρεις ακόμα προσπάθειες, το τράβηγμα έγινε άγριο και τα συνεργεία χάσανε το συγχρονισμό τους.
– Δε γίνεται, είπε ο μουλαράς της Γάτας ξέπνοος.
– Αν μοναχά ξεκουνιόταν από τον πόνο της μια σταλιά.
– Δεν το μπορεί, κυρ-δεκανέα, δεν το μπορεί. Είναι μαγκωμένη για καλά.
– Λοιπόν; το συνεργείο από τον άλλο όχτο απαιτούσε να μάθει.
– Άλλη μια φορά! φώναξε ο δεκανέας.
Δοκίμασαν κι απότυχαν.
– Άλλη μια!
– Χριστέ! αντιφώνησε ο απέναντι όχτος. Θαρρείς είμαστε εργάτες με καστάνιες, κυρ-δεκανέα;
– Άλλη μια! ξεφώνισε ο δεκανέας άγρια.
Τράβηξαν, και το τράβηγμα ήταν αλύπητο, και της Γάτας ο λαιμός είχε τεζαριστεί σα να ’ταν μέρος του σκοινιού. Κι απάνω στη στιγμή γύρισε κείνη τ’ άρρωστα μάτια της κατά το δεκανέα. Ανώφελα κοπιάζεις, τ’ άρρωστα μάτια μοιάζανε να λένε, ή έτσι ένιωσε ο δεκανέας. Και παράτησαν το τράβηγμα. Κι η παύση που ακολούθησε ήταν μακρόσυρτη ενώ τα συνεργεία ξελαχάνιαζαν. Μετά, χωρίς λέξη, ξεστρίψαν τα σκοινιά αργοκίνητα, αποφεύγοντας να κοιταχτούν στα μάτια. Η θηλιά λασκάρισε, ανέβηκε στον αέρα και κοντοστάθηκε πριν ταξιδέψει πίσω μπρος προς τ’ από πού είχεν έρθει. Όμως δεν έγινε κίνηση από τη μεριά του δεκανέα. Λοιπόν οι δυο μουλαράδες στον άλλο όχτο άρχισαν να τραβούν σκοινί. Το σκοινί άφησε τα χέρια του δεκανέα, έπεσε, και γλίστρησε πάνω στην όψη της λάσπης ψελλίζοντας σουσουροψίθυρους θλίψης.
Το συνεργείο αντίπερα περπάτησε προς το μονοπάτι όπου τα δυο μουλάρια περίμεναν.
Ο δεκανέας ήθελε να μπορούσε να κάνει χρήση των μουλαριών για να τραβήξει τη Γάτα. Όμως πώς, πώς να γινόταν; Και από ποια μεριά;
– Έλα, είπε μαλακά ο μουλαράς της Γάτας. Έλα να την αποτελειώσουμε.
Ο δεκανέας δεν έβγαλε μιλιά. Ο μουλαράς περπάτησε αργά πάνω στον όχτο, κατέβηκε, μπήκε στο μονοπάτι, πήρε τ’ όπλο του από το ένα από τα μουλάρια, ξαναγύρισε. Χούφτιασε το σφαίρωμα του κλείστρου: Κρόκ κράακ. Κράακ κρόκ. Και μετά παύση θανάτου. Και μετά:
– Είναι νόμιμο τώρα, κυρ-δεκανέα; Εντάξει;
Ο δεκανέας δεν έβγαλε μιλιά.
– Είναι;
– Ναι.
Ο μουλαράς σήκωσε τ’ όπλο, σκόπευσε και πυροβόλησε, κι ο αχός πήγε του ψήλου στον τσουχτερό πρωινό αέρα, πέρασε πάνω από το γοργόρεμα, χτύπησε την πλαγιά στην πέρα μεριά της χαράδρας. Ο αντίλαλος γύρισε κατηγορητικά.
Ο δεκανέας είδε τη μαυροκόκκινη, σάμπως αυτοσφράγιστη παρακέντηση. Ένα φτενό ρυάκι αίμα, αργό και δισταχτικό, σύρθηκε κάτω σα σκουλήκι στο μηλίγγι της. Στέρεψε προτού φτάσει στην πλάτα του λαιμού της. Τα λοξά μάτια της ήταν ακόμα ανοιχτά, ούτε λυπημένα, μήτε ανακουφισμένα, απλώς απόξενα. Μετά αρχίσανε ν’ αποκοιμούνται, και το ζαρίφικο κεφάλι της με τα νοητικά αυτιά να βουλιάζει. Σιγανά.
Ο δεκανέας κινήθηκε στο μάκρος του όχτου.
Ο μουλαράς της Γάτας έφτυσε μέσα στη λίμνη. Τη φορά τούτη η φτυσιά δεν ήταν για τη Γάτα…
Πηγή του διηγήματος είναι το εξαιρετικό ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου: https://sarantakos.wordpress.com/2017/10/22/klolos/#more-17881. Στα σχόλια των φίλων του ιστολογίου, βρήκα και τη φωτό.
Το διήγημα του Κίμωνα Λώλου μπορείτε να το βρείτε και εδώ: http://www.ekebi.gr/magazines/showimage.asp?file=109256&code=1526&zoom=800
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου