Ράνια Μπουμπουρή: “Το άτακτο βιβλίο των καλών τρόπων”, εικονογράφηση: Χρύσα Σπυρίδωνος, εκδ. Ψυχογιός 2020
Ένα «άτακτο βιβλίο» είναι ό,τι περισσότερο θα μπορούσε να ενθουσιάσει την ποιητική φύση ενός παιδιού1. Αναρωτιέστε γιατί. Θα μπορούσε η ερώτηση φυσικά να απαντηθεί πολύ καλύτερα και πιο γουστόζικα από ένα παιδί. Αντ’αυτού, λοιπόν: Πρώτον γιατί η αταξία είναι στη φύση των παιδιών. Είναι η “στρατηγική” τους για ν’αποφεύγουν τις απαγορεύσεις των μεγάλων, να επιβάλλουν υπόγεια, έστω κι αν ανακαλυφθούν εκ των υστέρων, την αυτοκρατορία της πανίσχυρης βούλησής τους, να χαίρονται όσα η στέρηση δεν τους επιτρέπει να χαρούν την παιδικότητά τους. Η αταξία είναι η επανάσταση των παιδιών απέναντι στο imperium των μεγάλων και ισχυρών της ζωής τους. Αυτά για τα παιδιά. Αλλά, ένα άτακτο βιβλίο; Ένα άτακτο βιβλίο μπαίνει αυθόρμητα και καλοδεχούμενο στην παρέα τους σαν ένας φίλος που τους μοιάζει. Το βιβλίο-όχι πάντα- ο καλύτερος(;) φίλος των παιδιών, ζωντανεύει, αποκτάει πρόσωπο, γίνεται κι αυτό στη φαντασία τους ένα παιδί, και εισβάλλει, γνώριμος outsider, στο σμάρι τους με την ίδια διάθεση: να μην υπακούσει, να μην συμμορφωθεί… εκτός και αν…
Με τέτοιο ψυχολογημένο τρόπο η Ράνια Μπουμπουρή, αγαπημένη των παιδιών χρόνια πριν2, πολιορκεί την άγουρη ομορφιά τους. Διαιτητής και μοιρασμένη ανάμεσα στη δημογραφία και τον ψυχισμό της, πετυχαίνει, από τον τίτλο ακόμα, να μην χαλάσει το χατίρι κανενός-ανήκει και στους δύο είπαμε, στους μεγάλους και στους μικρούς. Για τα παιδιά το άτακτο βιβλίο-για τους μεγάλους οι καλοί τρόποι. Η «φύση» και ο «πολιτισμός» ανταγωνίζονται σε μια σύνθεση ανάλαφρης παιδαγωγίας. Για να μιλήσει η τελευταία στη γλώσσα των παιδιών, στην ακατέργαστη φύση τους, στο ανόθευτο γέλιο και στη χαρισματική φαντασία τους.
«Το άτακτο βιβλίο των καλών τρόπων» της Ράνιας Μπουμπουρή, σε χαρούμενη, ανάλαφρη εικονογράφηση της Χρύσας Σπυρίδωνος3. Μια συστέγαση ιδανική. Γιατί ένα παιδικό βιβλίο γράφεται με δύο «γλώσσες», με γράμματα και λέξεις που αφηγούνται το παραμύθι και εικόνες που το «παίζουν» και το υπομνηματίζουν με τον δικό τους τρόπο και τη δική τους εικονική γλώσσα.
Οι λαογράφοι και οι εθνογράφοι έχουν πει πως η πρώτη γλώσσα του ανθρώπου ήταν έρρυθμη. Και πως από αυτή την αρχέγονη βιωματική κατάσταση προέρχεται η ποίηση. Ο πρώτος -και ευήκοος- παραγωγός και καταναλωτής ταυτόχρονα ποίησης, ο πρωτόγονος άνθρωπος. και μέσα στους αιώνες και κάθε φορά από την αρχή μιας γέννησης, σταθερά ποιητική φύση, εκείνη του παιδιού. Γι’αυτό χαίρεται τον ρυθμό, γι’αυτό διασκεδάζει με τον έμμετρο λόγο, γι’αυτό παίζει…
Η συγγραφέας των πέντε γοητευτικών παραμυθιών του βιβλίου-και των αντίστοιχων ποιημάτων- Ράνια Μπουμπουρή διαθέτει αυθόρμητα, γι’αυτό και πειστικά, το ταλέντο της κατασκευής έρρυθμου λόγου. Δεν είναι μόνον τα πέντε διασκεδαστικά παιδικά ποιήματα που συνοδεύουν το κάθε παραμύθι, κάτι σαν ποιητικό-διδακτικό επιμύθιο της αφήγησης. Είναι και ο έμμετρος, παιγνιώδης «αιφνιδιασμός» του μικρού αναγνώστη μέσα στη ροή της παραμυθιακής αφήγησης: «Τι τα θες, όμως; Στο δάσος, ακόμα και τα δέντρα έχουν αυτιά! Και ψιθύρισαν τα λόγια του μάγου στα πουλιά. Που αμέσως πέταξαν ψηλά και μακριά. Και ψάξαν, και ρωτήσαν, και βρήκαν τις νεράιδες βοτάνια να μαζεύουνε σε μια βουνοπλαγιά. «Κάτι θα σας δώσει ο μάγος για να πιείτε, μην ξεγελαστείτε! Τσιριτρί!» «Καλύτερα να φύγετε από δω! Τσιριτρό!»
Ο Ελβετός ερευνητής του παραμυθιού Max Luthi4, ερευνώντας το λαϊκό παραμύθι ως οικουμενικό φαινόμενο-ουσιώδες συστατικό της ανθρώπινης δημιουργικότητας-, διέγνωσε και τεκμηρίωσε τα καθαρά ποιητικά του στοιχεία, κάτω από το πρίσμα της αισθητικής και της ανθρωπολογίας του. Τα παραμύθια της Ράνιας Μπουμπουρή ανήκουν σε μιαν ιδιαίτερη παράδοση του έντεχνου παραμυθιού, το οποίο ωστόσο αξιοποιεί στη συγχρονία διαχρονικούς χαρακτήρες του λαϊκού παραμυθιού. Η συγγραφέας απευθύνεται σε παιδιά που ζουν σήμερα τις εμπειρίες μιας εντελώς διαφορετικής εποχής, με τα δικά της προβλήματα (του αστικού χώρου, κυρίως) και τους δικούς της κινδύνους, όπου τα πράγματα είναι πράγματα –στερούνται δηλαδή απομυθοποιητικά όλη εκείνη τη θαυμαστή μαγιά του υπερφυσικού, της «αισθητηριακής» ζωής, της παντοδυναμίας μιας ποίησης μεταμορφώσεων. Έτσι, πρέπει να βρει τα περιεχόμενα, το ύφος και την κατάλληλη δική τους ιδιόλεκτο για να τους μιλήσει, συγχωνεύοντας τρόπους και τεχνικές της παραδοσιακής παραμυθιακής τέχνης.
Οι βασικοί της ήρωες δανεισμένοι από κλασικούς ήρωες της οικουμενικής παραμυθιακής φιλολογίας και του αιθεριωμένου κόσμου τους: οι νεράϊδες, ο φτωχός παπουτσής, ο Πινόκιο (μετασκευασμένος σε Ρινόκιο), οι εφτά νάνοι και η Χιονάτη, οι απλοϊκοί κάτοικοι ενός μακρινού χωριού, αντιμέτωποι με τον εκβαρβαρισμένο σύγχρονο «πολιτισμό» (πολύ εύστοχη μέσα στο παραμύθι η οικολογική προβληματική), έχουν εγκλιματιστεί στις εμπειρίες, τις αξιακές και κοινωνικές ανάγκες της κουλτούρας του σημερινού παιδιού, ώστε μέσα από τον φαντασιακό κόσμο του λαϊκού παραμυθιού να αναγνωρίζει τον δικό του κόσμο: τις ανάγκες του, τις χαρές του, τις απαγορεύσεις και τις εντολές, τους περιορισμούς, τις αταξίες και τις συνακόλουθες ποινές.
Ράνια Μπουμπουρή
Ποιοι είναι όμως οι κώδικες, τα μαγικά κλειδιά αναγνώρισης του κόσμου του και πώς η παιδαγωγική του παραμυθιού δεν εκπίπτει σε ανούσια, πληκτική και επιτηδευμένη αφηγηματική χειρονομία του έντεχνου γραπτού λόγου; Η συγγραφέας αξιοποιεί τα υφολογικά χαρακτηριστικά της λαϊκής παραμυθολογίας: την απλότητα, τον χαμηλόφωνο τόνο, τη σαφήνεια, τη διαύγεια, την ομορφιά-το αιώνιο ζητούμενο και κατόρθωμα της παραμυθιακής γεγονοτολογίας. Ταυτόχρονα, στην ανέλιξη της δράσης διαχειρίζεται με μαεστρία τα βασικά χαρακτηριστικά του αφηγηματικού τρόπου του παραμυθιού5: τις αντιθέσεις-τα αντιθετικά δίπολα (όμορφος –άσχημος, καλός-κακός, ευγενής-αγενής, καλοκάγαθος-πονηρός, ψεύτης-φιλαλήθης, χωρικός-αστός, φτώχεια-πλούτος, κ.λ.π.), τις συγκρούσεις, το παράλογο, τη «διαδοχή έντασης και χαλάρωσης», την επανάληψη και την παραλλαγή, την οπτική εικονοποιΐα χωρίς αναλυτικές περιγραφές, όπως έχει επισημανθεί για το λαϊκό παραμύθι. Γιατί η διηγηματική ροή και η υφολογία των άτακτων παραμυθιών της Ράνιας Μπουμπουρή ισοζυγίζεται μεταξύ των τεχνικών και των μοτίβων του λαϊκού παραμυθιού και της συγχρονίας της έντεχνης παραμυθιακής αφήγησης. Μέλημά της είναι να παρασύρει, χωρίς να ασκεί καμιά πίεση πάνω του, το παιδί στις ιστορίες της, να αποσπάσει εντελώς αυθόρμητα-όπως στη θεατρική ανα-παράσταση-τη συναίνεσή του για την ομορφιά, την αποστροφή του για την ασχήμια και τις ηθικές τους συνδηλώσεις. Γνωρίζει η συγγραφέας και συμμερίζεται, ότι σε κάθε τέτοια προσπάθεια γραπτού παραμυθιακού λόγου καραδοκεί η πλήξη, η απαρέσκεια του παιδιού, που δεν υποκρίνεται αλλά αποδιδράσκει από την ανάγνωση με όλους τους τρόπους που έχει στη διάθεσή του. Γι’αυτό η τέχνη της διαμορφώνει ένα περιβάλλον προφορικότητας, μια επικοινωνιακή ανανεούμενη συνεχώς δυναμική, όπου θεατρικά λειτουργώντας σε ένα παιχνίδι επικοινωνιακής ανταπόκρισης, αναθερμαίνει το ενδιαφέρον του παιδιού-αναγνώστη επιζητώντας τη συμμετοχή του στα δρώμενα και την εξέλιξή τους: ό,τι δηλαδή ονομάζουμε ενεργητική μέθεξη στο συγκινησιακό και δραματικό τοπίο της αφήγησης. Ένα παράδειγμα: «Μα καλά, έχουν οι νεράιδες δουλειές; Θα λέτε με τον νου σας. Έχουν και παραέχουν! Γιατί ποιος νομίζετε ότι βοηθάει τα ζώα του δάσους στα γεννητούρια τους; Ποιος προσέχει τα μικρά πουλάκια στις φωλιές…; Και ποιος βοηθάει τα παιδιά του γειτονικού χωριού να βρουν τον δρόμο τους, αν χαθούν στο δάσος; (Τρεις νεράιδες ευγενείς και ο μάγος Αγενής, σ. 11). Και παρακάτω: Μα καλά, όλα διπλά τα λένε ετούτες οι νεράιδες; Θα λέτε πάλι με το νου σας-και σωστά». Μ’αυτό τον τρόπο της άμεσης επικοινωνίας με το φανταστικό της παιδικό ακροατήριο η συγγραφέας υπαγορεύει και στον αφηγητή το ανάλογο δραματικό ύφος.
Ποιο είναι ωστόσο το στοιχείο που κάνει τα Άτακτα παραμύθια της Ράνιας Μπουμπουρή τόσο ελκτικά για το παιδί, εκτός από το ύφος και την ποιότητα της παιδικής, σύγχρονης γλώσσας; Η απάντηση βρίσκεται στο ότι η Ράνια έχει εσωτερικεύσει και υπακούει στην κυτταρική ανάγκη του παιδιού: το γέλιο6. Ακριβώς επειδή κατανοεί και σέβεται την παιχνιδιάρικη διάθεση του παιδιού, το ταλέντο του να βγάζει γέλιο από όλες τις μυστικές και αθώρητες στον ενήλικα πηγές, γι’αυτό τον λόγο και η τέχνη της είναι αξιοσέβαστη-και φυσικά αποτελεσματική. Η τέχνη του παιδαγωγείν με χιούμορ, με κέφι, με γέλιο, με φανατική ενσυναίσθηση για το καλό και το όμορφο, και φανατική καταδίκη του κακού και του άσχημου: η παιδαγωγικότητα της κωμικής τέχνης!
Σ’ευχαριστούμε Ράνια, γιατί δεν σταματάς στο παιδί. Πρόσχαρη πόρτα ανοίγεις και σε μας, που κάπως μεγαλώσαμε χωρίς όμως αμετάκλητα να ενηλικιωθούμε… Σ’ευχαριστούμε γιατί ξύπνησες μέσα μας τη χαμένη(;) πατρίδα της παιδικής μας ηλικίας! Γιατί μας θύμισες πως δεν είναι και στην ηλικία των μεγάλων αμαρτία το γέλιο… ούτε απαγορεύεται από το savoir vivre των καλών τρόπων…
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού, Το παιδί και η φύση του-Προς μια ποιητική παιδαγωγική, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2019.
- Η Ράνια Μπουμπουρή έχει εκδώσει 26 βιβλία για παιδιά, εκ των οποίων τρία βιβλία της έχουν μεταφραστεί στην τουρκική γλώσσα. Ένας από τους στόχους της είναι η διασκεδαστική μάθηση. Αναφέρουμε ενδεικτικά κάποιους τίτλους: Μια τρελή τρελή ΑΒ, Ένα τρελό τρελό αριθμητάρι, Ένα τρελό τρελό αγρόκτημα, Η Ροζώ, Ο μπαμπάς είναι άνεργος, Το βιβλιοφιλαράκι μου (εκδ. Ψυχογιός), Η μελω-δική μου Ορθογραφία (εκδ. Πατάκη) κ.ά. Περισσότερα, στο ιστολόγιό της: raniouska.blogspot.com
- H Xρύσα Σπυρίδωνος έχει ασχοληθεί επαγγελματικά με τη διαφήμιση, τη γραφιστική και το κόσμημα. Από το 2010 ασχολείται επιτυχώς με την εικονογράφηση παιδικού βιβλίου. Περισσότερα-και χρωματιστά-, στο ιστολόγιό της: cspiridonos.gr
- Max Luthi, Το λαϊκό παραμύθι ως ποίηση, μτφρ. Εμμανουέλα Κατρινάκη, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2011.
- M. Γ. Μερακλής, Η αισθητική του παραμυθιού, στο: Έντεχνος λαϊκός λόγος, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1993, σ. 147-169.
- Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού, Η «αμαρτία» του γέλιου και η σχολική της ποινικοποίηση. Κατακτώντας την παιδαγωγική «συμπάθεια» μέσω του γέλιου, 3ο Επιστημονικό Συνέδριο Πανελλήνιας Ένωσης Σχολικών Συμβούλων, Φεβρουάριος 2016, Πρακτικά (2017), σ. 431-440. (Στο διαδίκτυο: www.pess.gr)