«Πιάνεις χώμα» της Χριστίνας Φραγκεσκάκη, από τις Εκδόσεις Κέδρος (Πρώτη έκδοση: Μάιος 2016)
Γράφει η Ράνια Μπουμπουρή
Η Χριστίνα Φραγκεσκάκη, με εφτά βιβλία για παιδιά και νέους στο ενεργητικό της μέχρι σήμερα, και βραβευμένη με το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου για το εξαιρετικό έργο της Η Ορτανσία φυλάει τα μυστικά (Κέδρος, 2011), παρουσιάζει με το Πιάνεις χώμα το πρώτο της βιβλίο για το ενήλικο κοινό. «Αφήγημα» διαβάζουμε στο εξώφυλλο, κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και νουβέλα.
Η ιστορία χωρισμένη σε δύο μέρη: το «Πριν» και το «Μετά». Η οικογένεια που πρωταγωνιστεί, επίσης χωρισμένη σε δύο μέρη: οι δύο που έμειναν στην εξαθλιωμένη πατρίδα, οι τρεις που έφυγαν γι’ αλλού. Στο «Πριν» παρακολουθούμε την ιστορία της Ευγενίας, που ήρθε μετανάστρια στην Ελλάδα με τους δύο γιους της, όπως την αφηγείται ανά κεφάλαιο εναλλάξ η ίδια και ο μικρός της γιος, ο Gezim που έγινε Ανδρέας: «Αυτό το όνομα διάλεξε ο νονός. Έχει βαφτίσει μέχρι τώρα είκοσι δικούς μας, λέει. Θα βαφτίσει κι εμάς. Το υποσχέθηκε στον Άγιο Φανούριο. Να τους κάνει εκατό του υποσχέθηκε» (σελ.30).
Παράλληλα, μέσ’ από τις σκέψεις τους και την αλληλογραφία της Ευγενίας με τον άντρα της, παρακολουθούμε την ιστορία των δύο μελών που έμειναν πίσω: του πατέρα, ο οποίος υποτίθεται πως έμεινε για να προσέχει την ηλικιωμένη μητέρα του, και της κόρης, η οποία αριστεύει στις σπουδές που χρηματοδοτεί η μητέρα της δουλεύοντας στην Ελλάδα.
Η Ευγενία ήταν καθηγήτρια στη χώρα της, τα χέρια της μαθημένα μόνο στις κιμωλίες. Τώρα, καθαρίστρια σε μεγάλο ξενοδοχείο στη Ρόδο: «Τώρα που θα πας κάτω, το δάχτυλο που ’χες και διέταζες να το κόψεις και να το αφήσεις στο τραπέζι. Εκεί, θα σε διατάζουνε», της είχε πει ο άντρας της, μαθηματικός στο επάγγελμα. Και διαβάζουμε: «Την πρώτη μέρα στο ξενοδοχείο, ζαλίστηκα όταν το άκουσα: “Βάλε τα χέρια σου να ξύσεις το πουρί. Τι τα ’χεις τα χέρια;” Σκοτείνιασε ο τόπος. Το κατέβασα το δάχτυλο» (σελ.23).
Όλες οι ιστορίες της Ευγενίας, είτε από τα μεροκάματά της, είτε από το νοικοκυριό της, είτε από τα γράμματά της, είτε από τις στιγμές της μοναξιάς της, είναι οι ιστορίες ενός ανθρώπου που έχει πιάσει τη ζωή από τα κέρατα για να καταφέρει να επιβιώσει, αλλά και να εξασφαλίσει καλύτερο μέλλον για τα παιδιά του. Αποφασιστικότητα, τόλμη, αξιοπρέπεια. Παρέα με πίκρα, απογοήτευση, ντροπή. «Την πρώτη εβδομάδα σφουγγάριζα τις σκάλες στο ξενοδοχείο. Εκειδά βλέπω κάτι μαθητές μου. Κουβαλούσαν αυτοί. Πριν λίγους μήνες, τι μήνες λέω, μέρες, τους έκανα μάθημα. Και μου ’χαν ένα σεβασμό. Γιατί εγώ ήμουν γερή. Πώς να σου το πω, δεν έκανα χατίρια. Ήσουν για πέντε, πέντε θα ’παιρνες. Για δέκα, δέκα. Γύρισα από την άλλη μεριά, γύρισαν κι αυτοί. Κάναμε πως δεν είδαμε. Τρεις νύχτες δεν κοιμήθηκα. Είπα να επιστρέψω. Μετά κάθομαι και λέω: Ευγενία, τον παλιό σου εαυτό να τον ξεχάσεις. Αυτός πέθανε. Κάνε πως δε βλέπεις» (σελ.15-16).
Ο μεγάλος γιος, στο πλούσιο νησί όπου «πιάνεις χώμα, χρυσάφι γίνεται», όπως τους έλεγαν οι συγγενείς τους, πιάνει δουλειά σε πιτσαρία. Ο μικρός, ο Gezim –που στ’ αλβανικά σημαίνει χαρούμενος–, κάθεται στο σπίτι και προσπαθεί να μάθει τη γλώσσα μέσ’ από το λεξικό που του έχει πάρει η μητέρα του και τις φωνές των παιδιών στον δρόμο. Σημειώνει μια μια τις λέξεις με λαχτάρα στο τετράδιό του. Όταν φτάσει τις διακόσιες λέξεις, θα πάει να μιλήσει στα παιδιά της γειτονιάς. Κι όταν ανοίξουν τα σχολεία, θα είναι έτοιμος. Θέλει να είναι καλός μαθητής. Ωστόσο, η πρώτη μέρα στο σχολείο δεν είναι καθόλου εύκολη για τον Γκεζίμ-Ανδρέα: «Σήμερα κλαίω για όλα. Με πιάνει ένα παράπονο που δεν έχει τέλος. Μου λείπει κι ο πατέρας μου. Μετά ανοίγω το λεξικό. Πώς τη λένε αυτή τη λέξη που θέλεις να πεθάνεις; Πώς τη λένε αυτή τη στενοχώρια, που πιο πολύ δε γίνεται;» (σελ.62).
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, το «Μετά», παρακολουθούμε την εξέλιξη της ιστορίας και μέσα από τα μάτια του πατέρα, του Αγκρόν, ο οποίος υποχωρεί τελικά στις πιέσεις της γυναίκας του και τους ακολουθεί στο νησί. Νοσταλγία, πίκρα, απογοήτευση δεν μπορούν όμως εδώ να μετουσιωθούν σε ορμή για ζωή. Μόνο παραίτηση, στην περίπτωσή του. Παραίτηση, που φέρνει την απώλεια.
Με μια αφήγηση εξίσου νοσταλγική όσο και ωμή, η Χριστίνα Φραγκεσκάκη μάς υπενθυμίζει με την ωραιότατη λογοτεχνική της γραφή ότι πίσω από τις ιστορίες βρίσκονται άνθρωποι πραγματικοί, πίσω από τις λέξεις συναισθήματα ανθρώπινα, πίσω από τις πολιτικές αποφάσεις ανθρώπινες ζωές. Το φόντο του αφηγήματος, η θάλασσα και τα βουνά της Μικράς Ασίας, που διαγράφονται όταν ο ορίζοντας είναι διαυγής, θυμίζει και δικές μας ιστορίες προσφυγικές. Η λάντζα και οι βαριές δουλειές, ιστορίες παλιάς ή τωρινής μετανάστευσης. Και μέσα απ’ όλες αυτές τις ιστορίες, διαγράφεται η ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης και η περιπέτεια της ανθρώπινης ζωής.
Ιδιαίτερα γοητευτικό ανάγνωσμα μέσα στη μελαγχολία του, γλυκό μέσα στην πίκρα του. Αξίζει να διαβαστεί.
Βρείτε το εδώ
Πηγή:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου