Ότι η Βικτόρια Χίσλοπ γράφει στο τελευταίο της μυθιστόρημα για την Ελλάδα, δεν είναι είδηση. Η συγγραφέας του Νησιού, το οποίο έχει ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 5 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως, έχει αποδείξει επανειλημμένα την αγάπη της για τη χώρα μας, που αποτελεί σταθερή πηγή έμπνευσης για τη δουλειά της.
Ότι η Βικτόρια Χίσλοπ ήρθε στην Αθήνα να μας μιλήσει γι’ αυτό, επίσης δεν αποτελεί είδηση. Η συγγραφέας, εκτός από την Κρήτη, έχει μια σταθερή βάση και στη Φωκίωνος Νέγρη, που της αρέσει πολύ, όπως και όλη η γύρω περιοχή.
Ότι η Βικτόρια Χίσλοπ γράφει αυτή τη φορά για τον Εμφύλιο, ναι, αυτό αποτελεί σημαντική είδηση, επειδή είναι μάλλον το πιο δύσκολο θέμα με το οποίο θα μπορούσε να καταπιαστεί μία/ένας μυθιστοριογράφος. Αλλά ποια ήταν η αφορμή για να γραφτεί;
«Όλα άρχισαν με την πρώτη ματιά μου στη Μακρόνησο», μας είπε στη συνάντησή μας την Τρίτη 22 Οκτωβρίου στο βιβλιοπωλείο των Εκδόσεων Ψυχογιός (Εμμ. Μπενάκη 13-15). «Την πρώτη φορά που την είδα, ήταν από απόσταση. Εντυπωσιάστηκα αμέσως από την εικόνα αυτού του γυμνού τοπίου, που κάποτε ήταν κέντρο συγκέντρωσης για δεκάδες χιλιάδες φυλακισμένους κομμουνιστές. Ήταν μια μακρινή σκιά στον ορίζοντα…»
Κι έτσι, αυτή η μακρινή σκιά που έβλεπε από τον ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο τής αποκάλυψε, έπειτα από δεκαετή έρευνα, την ιστορία –και πολλές προσωπικές ιστορίες αγωνιστών– που έκρυβε το άνυδρο αυτό μέρος. «Κάθε νησί έχει τη δική του ιστορία και η Μακρόνησος, για μένα, έχει κάτι μοναδικό. Είναι πραγματικότητα, την ίδια στιγμή όμως είναι και κάτι συμβολικό», δήλωσε.
Οι στίχοι του Ρίτσου συγκλονίζουν τη συγγραφέα, που αντλεί από εκεί τον τίτλο του μυθιστορήματός της: Όσοι αγαπιούνται.
Η έρευνά της την οδήγησε ακόμα πιο πίσω, στο καπνεργατικό κίνημα (μια φίλη της ηρωίδας του βιβλίου έρχεται στην Αθήνα από την Καβάλα, μετά τη δολοφονία του καπνεργάτη πατέρα της) και στην απεργία του ’36, όταν η δολοφονία καπνεργατών από τη χωροφυλακή στη Θεσσαλονίκη και η εικόνα μιας μαυροφορεμένης μάνας να κλαίει πάνω απ’ το πτώμα του γιου της εμπνέει τον Γιάννη Ρίτσο να γράψει τον Επιτάφιο: «…Πουλί μου, χίλιες δυο ζωές με σένανε με δένουν/ κι όσοι αγαπιούνται, και νεκροί, ποτέ τους δεν πεθαίνουν…». Οι στίχοι του Ρίτσου συγκλονίζουν τη συγγραφέα, που αντλεί από εκεί τον τίτλο του μυθιστορήματός της: Όσοι αγαπιούνται.
Το βιβλίο αναφέρεται στην ιστορία της Ελλάδας από τα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά μέχρι τη μεταπολίτευση, μέσα από την ιστορία μιας πολιτικά διχασμένης οικογένειας, επίκεντρο της οποίας είναι η πρωταγωνίστρια του βιβλίου, η Θέμις. «Η Θέμις είναι για μένα μια γυναίκα περίπλοκη», μας λέει. «Είναι ηρωίδα και αντιηρωίδα». Μαθήτρια, τη δεκαετία του ’30, η Θέμις βλέπει τ’ αδέρφια της να διαπληκτίζονται για τη συμμετοχή ή όχι στην ΕΟΝ –τουλάχιστον στην αρχή, όταν η συμμετοχή ήταν εθελοντική–, για τις βλέψεις του Χίτλερ, για τη στάση που θα κρατήσουν τα στρατεύματά του απέναντι στην κατεχόμενη Ελλάδα. Μια τραυματική απώλειά της στη διάρκεια της Κατοχής θα την οδηγήσει να οργανωθεί στην Αντίσταση, πλάι στον αδερφό της που στρατεύτηκε στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ…
«Σε έναν εμφύλιο πόλεμο δεν υπάρχουν νικητές, όλοι είναι χαμένοι και όλα καταστρέφονται», αυτό είναι ένα από τα μηνύματα που επιθυμεί να περάσει με το βιβλίο της. Στην παρατήρησή μας ότι στα σχολικά βιβλία δεν γίνεται εκτενής αναφορά στον Εμφύλιο και ίσως, επομένως, και η λογοτεχνία καλείται να παίξει έναν ρόλο σε αυτό –ο Μενέλαος Λουντέμης, ο Χρόνης Μίσσιος ήταν εξόριστοι–, η απάντησή της ήταν πως το πιο σημαντικό είναι να μαθαίνουν τα παιδιά ιστορία από ιστορικά εγχειρίδια και τους δασκάλους τους. Παρ’ όλα αυτά, και η ίδια έχει μάθει πολλά πράγματα διαβάζοντας λογοτεχνία και νιώθει ότι έχει μεγάλη ευθύνη απέναντι στο αναγνωστικό κοινό. Στο εν λόγω μυθιστόρημα, που είναι ιστορικό και όχι πολιτικό, ένας λόγος παραπάνω, εφόσον απευθύνεται και στο αναγνωστικό κοινό χωρών που ίσως να μη γνωρίζουν καν ότι στη χώρα μας έγινε Εμφύλιος τον 20ό αιώνα. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου το Όσοι αγαπιούνται κυκλοφόρησε τον Ιούνιο και έγινε αμέσως μπεστ σέλερ, πολλοί αναγνώστες και κριτικοί περιέγραψαν το περιεχόμενο της αφήγησης «βασανιστικό»: «Αυτό μπορεί να μην ακούγεται σαν φιλοφρόνηση, αλλά στην πραγματικότητα είναι, διότι σημαίνει ότι το βιβλίο κατάφερε να περάσει στο αναγνωστικό κοινό την τραγικότητα των γεγονότων», όπου, βέβαια, οι Άγγλοι είχαν έντονη ανάμειξη: «Ο Τσόρτσιλ απεχθάνεται τους φασίστες, αλλά κάποιοι λένε ότι απεχθάνεται ακόμη περισσότερο τους κομμουνιστές», λέει ο Πάνος, αδελφός της πρωταγωνίστριας (σελ.167).
Στην ερώτηση τι την εμπνέει τόσο πολύ στην Ελλάδα, η απάντησή της είναι ξεκάθαρη: η ιστορία. «Στη χώρα μου, την Αγγλία, δεν έγιναν τέτοια πράγματα στον 20ό αιώνα. Η ιστορία ήταν ειρηνική, δεν είχαμε δικτατορία. Είναι πιο ενδιαφέρουσα για μένα η ιστορία εδώ, δεν ξέρω τι θα έγραφα αν έπρεπε να γράψω για την Αγγλία, δεν έχω ιδέες, δεν έχω έμπνευση».
Σχολιάζοντας το εξώφυλλο του βιβλίου της, η Βικτόρια Χίσλοπ το χαρακτηρίζει δυνατό. Είναι εμπνευσμένο από μια εικόνα που της έμεινε στο μυαλό από την επίσκεψή της στη Μακρόνησο: βρισκόταν μέσα στο μεγαλύτερο κτίριο, όπου στα περισσότερα παράθυρα τα τζάμια ήταν σπασμένα. Ένα πουλάκι που μπήκε στο κτίριο, πάσχιζε να βγει από ένα παράθυρο που είχε ακόμη το τζάμι στη θέση του. Ήταν μια στιγμή που τη συγκίνησε πολύ. Και έτσι, αποτυπώθηκε στο εξώφυλλο, όχι βέβαια εκείνο το ίδιο πουλί, αλλά ένα πουλί που πετάει μακριά από ένα συρματόπλεγμα δείχνοντας ότι βρίσκει την ελευθερία του. Κι αυτό, συνδυασμένο με την ιστορία της πρωταγωνίστριας, είναι επίσης ένα από τα μηνύματα του μυθιστορήματος. Με τα λόγια της ίδιας της συγγραφέως: «Η αγάπη μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να σωθούν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου